18 Νοεμβρίου 2010

Charon, Menippus, and Hermes


Χάρων: Βρε καταραμένε, πλήρωσέ μου το ναύλο.


Μένιππος: Ξεφώνιζε όσο θέλεις, Χάρων, αν αυτό σε ευχαριστεί.


Χάρων: Πλήρωσε τον κόπο, σου λέω, που έκανα για να σε περάσω απέναντι.


Μένιππος: Δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα απ’ εκείνον που δεν έχει. (το περίφημο «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»).


Χάρων: Μα είναι δυνατόν να υπάρχει κάποιος χωρίς έναν οβολό στη τσέπη του;


Μένιππος: Δε με νοιάζει αν υπάρχει άλλος, εγώ πάντως δεν έχω.


Χάρων: Μωρέ θα σε πνίξω, μα τον Πλούτωνα, αναθεματισμένε, αν δεν με πληρώσεις.


Μένιππος: Κι εγώ θα σου κοπανίσω το κεφάλι, μ’ αυτό το ξύλο που κρατάς, και θα στο κάνω κομματάκια.


Χάρων: Στο τζάμπα δηλαδή ταξίδευες τόση ώρα.


Μένιππος: Να σε πληρώσει ο Ερμής, αυτός που με παρέδωσε σε σένα.


Ερμής: Την πάτησα, μα τον Δία, αν πρόκειται να πληρώνω, κι από πάνω, για τους νεκρούς.


Χάρων: Μωρέ δεν θα σ’ αφήσω εγώ να μου την κοπανήσεις.


Μένιππος: Καλά, αφού έτσι γουστάρεις, τράβα τη βάρκα έξω και περίμενε. Αλλά πώς θα πληρωθείς αφού είμαι άφραγκος;


Χάρων: Καλά μωρέ, δε γνώριζες ότι έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο;


Μένιππος: Φυσικά και το γνώριζα. αλλά αφού δεν είχα; Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Επειδή ήμουν μπατίρης έπρεπε να μη πεθάνω;


Χάρων: Δηλαδή θα είσαι ο μοναδικός που θα κοκορεύεσαι ότι ταξίδεψες στο τζάμπα;


Μένιππος: Ε, όχι και τζάμπα, μεγάλε. μήπως δεν άντλησα νερά ή μήπως δεν τράβηξα κουπί; χώρια που ήμουνα ο μοναδικός επιβάτης που δεν έκλαψα καθόλου.


Χάρων: Δεκάρα δε μετράν’ αυτά για τον βαρκάρη. άσ’ τα αυτά και πλήρωσε. γιατί έτσι πρέπει και δεν γίνεται διαφορετικά.


Μένιππος: Αν δεν γίνεται διαφορετικά, τότε αμέσως να με ξαναφέρεις στη ζωή.


Χάρων: Τι χαριτωμένα που τα λες, για να με ρημάξει μετά στο ξύλο ο Αιακός.


Μένιππος: Βρε δε μ’ αφήνεις στην ησυχία μου.


Χάρων: Για δείξε μου τι έχεις μέσα στο ταγάρι σου.


Μένιππος: Λούπινα, αν τα θέλεις, και φαγητά κλεμμένα από σταυροδρόμι, αυτά που λένε δείπνο της Εκάτης.


Χάρων: Μωρέ Ερμή, από πού μας κουβάλησες αυτό το παλιόσκυλο; Και τι δεν είπε το στόμα του, σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, χωρίς ν’ αφήσει ούτε έναν επιβάτη που να μη τον δουλέψει και να τον πειράξει. Κι ενώ όλοι πλάνταζαν στο κλάμα, αυτός τραγουδούσε του καλού καιρού.


Ερμής: Εμ, δεν ήξερες, Χάρων, ποιόν άνθρωπο είχες στη βάρκα σου. Έναν εντελώς ελεύθερο, που δεν νοιάζεται για τίποτα. Αυτός λοιπόν είναι ο Μένιππος.


Χάρων: Δεν θα σε ξαναπετύχω καμμιά φορά...


Μένιππος: Αν όμως με πετύχεις, μεγάλε. Γιατί αποκλείεται να με ξανασυναντήσεις.




ΧΑΡΩΝ
Πληρωσε τα ναυλα, καταραμενε.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Φωναξε, Χαρων, αν αυτο σου αρεσει.


ΧΑΡΩΝ
Πληρωσε σου λεω, που σε μεταφεραμε.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Δεν μπορεις να παρεις απο εναν που δεν εχει.


ΧΑΡΩΝ
Υπαρχει ανθρωπος χωρις τον οβολο του;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αν υπαρχει και κανενας αλλος δεν ξερω, Εγω παντως δεν εχω.


ΧΑΡΩΝ
Μα τον Πλουτωνα, θα σε πνιξω, τιποτενιε, αν δεν πληρωσεις.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Κι εγω θα σε χτυπησω με το ξυλο και θα σου λυωσω το κρανιο.


ΧΑΡΩΝ
Εκανες δωρεαν λοιπον τοσο ταξιδι;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Να πληρωσει ο Ερμης για εμενα. Αυτος με παρεδωσε σ` εσενα.


ΕΡΜΗΣ
Μα το Δια, ειμαι για κλαματα, εαν προκειται και να πληρωνω για τους νεκρους.


ΧΑΡΩΝ
Δε θα σε αφησω.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Τοτε τραβηξε το πλοιο στη στερια και καρτερει. Μα πως μπορεις να παρεις κατι που δεν εχω;


ΧΑΡΩΝ
Κι εσυ δεν ηξερες οτι επρεπε να ταξιδεψεις;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Το `ξερα, αλλα δεν ειχα, Και λοιπον; Επρεπε γι `αυτο να μην πεθανω;


ΧΑΡΩΝ
Και λοιπον εσυ μονο θα καυχιεσαι οτι εχεις κανει το ταξιδι δωρεαν;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Οχι δωρεαν, φιλτατε. Γιατι και νερα εβγαλα απο τη βαρκα και κουπι τραβηξα και ειμαι ο μονος απο τους επιβατες που δεν εκλαιγα.


ΧΑΡΩΝ
Αυτα δεν ειναι τιποτε για το λεμβουχο. Πρεπει να πληρωσεις τον οβολο. Δεν γινεται διαφορετικα.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Λοιπον πηγαινε με παλι πισω στη ζωη.


ΧΑΡΩΝ
Εξυπνος εισαι, για να εισπραξω και χτυπηματα απο τον Αιακο.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αφησε με λοιπον ησυχο.


ΧΑΡΩΝ
Δειξε μου τι εχεις στο σακκουλι.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Λουπινα, αν θελεις, και το δειπνο της Εκατης.


ΧΑΡΩΝ
Ερμη, απο που μας εφερες αυτον το σκυλο; Και τι δεν ελεγε στο ταξιδι γελουσε σε βαρος των επιβατων, κοροιδευε και μονο αυτος τραγουδουσε, ενω εκεινοι εσκουζαν.


ΕΡΜΗΣ
Αγνοεις, Χαρων, ποιον ανθρωπο μετεφερες; Εναν ανθρωπο αληθινα ελευθερο, που δεν τον νοιαζει τιποτε. Αυτος ειναι ο Μενιππος.


ΧΑΡΩΝ
Αν σε πιασω αλλη φορα.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αν με πιασεις, αγαπητε। Δευτερη φορα ομως δε γινεται να με πιασεις.





Charon, Menippus, and Hermes
CHARON: Abominable fellow, pay up the fare.
MENIPPUS: Go ahead and shout, Charon, if this gives you some pleasure.
CHARON: Pay up, I say, for ferrying you across.
MENIPPUS: You can't get it from one who doesn't have it.
CHARON: Is there anyone who doesn't have a coin for the fare?
MENIPPUS: I don't know whether anyone else has or not, but I don't.
CHARON: By Pluto, you rogue, I'll throttle you if you don't pay.
MENIPPUS: And I'll smash your skull open with my stick.
CHARON: Then you will have made this crossing to no avail.
MENIPPUS: Let Hermes pay you for me, since he handed me over to you.
HERMES: By Zeus, I'll be damned if I am going to pay for the shades, too.
CHARON: I won't give in to you.
MENIPPUS: Then haul your boat up and stay here; how can you take what I don't have?
CHARON: Didn't you know that you had to bring it?
MENIPPUS: I knew but I didn't have it. What was I to do? Should I have not died on account of it?
CHARON: So you will be the only one to boast that you were ferried across free?
MENIPPUS: Not free, my fine fellow. I bailed water and helped row and I was the only one of the passengers who did not weep and wail.
CHARON: These things have nothing to do with it. You must pay the fare; no exceptions allowed.
MENIPPUS: Then take me back to life.
CHARON: A fine remark, so that I may get a beating from Aeacus if I do.
MENIPPUS: Then don't be so upset.
CHARON: Show me what you have in your sack.
MENIPPUS: Legumes, if you want, and one of Hecate's suppers.
CHARON: From where did you bring this dog to us? He kept babbling like this during the crossing, laughing and jeering at the other passengers; he alone was singing while they were moaning.
HERMES: Charon, don't you know what man you have ferried across? Scrupulously free, he doesn't care about anyone or anything. This is Menippus.
CHARON: Indeed if I ever get hold of you.
MENIPPUS: If you do, my fine fellow. You won't get another chance.




ΧΑΡΩΝ· Ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Βόα, εἰ τοῦτό σοι, ὦ Χάρων, ἥδιον.


ΧΑΡΩΝ· Ἀπόδος, φημί, ἀνθ' ὧν σε διεπορθμεύσαμεν.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος.


ΧΑΡΩΝ· Ἔστι δέ τις ὀβολὸν μὴ ἔχων;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Εἰ μὲν καὶ ἄλλος τις οὐκ οἶδα, ἐγὼ δ' οὐκ ἔχω.


ΧΑΡΩΝ· Καὶ μὴν ἄγξω σε νὴ τὸν Πλούτωνα, ὦ μιαρέ, ἢν μὴ ἀποδῷς.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Κἀγὼ τῷ ξύλῳ σου πατάξας διαλύσω τὸ κρανίον.


ΧΑΡΩΝ· Μάτην οὖν ἔσῃ πεπλευκὼς τοσοῦτον πλοῦν.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Ὁ Ἑρμῆς ὑπὲρ ἐμοῦ σοι ἀποδότω, ὅς με παρέδωκέ σοι.


ἙΡΜΗΣ· Νὴ Δί' ὀναίμην γε, εἰ μέλλω καὶ ὑπερεκτίνειν τῶν νεκρῶν.


ΧΑΡΩΝ· Οὐκ ἀποστήσομαί σου.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ' ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις;


ΧΑΡΩΝ· Σὺ δ' οὐκ ᾔδεις κομίζειν δέον;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Ἤιδειν μέν, οὐκ εἶχον δέ. τί οὖν; ἐχρῆν διὰ τοῦτο μὴ ἀποθανεῖν;


ΧΑΡΩΝ· Μόνος οὖν αὐχήσεις προῖκα πεπλευκέναι;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Οὐ προῖκα, ὦ βέλτιστε· καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν.


ΧΑΡΩΝ· Οὐδὲν ταῦτα πρὸς πορθμέα· τὸν ὀβολὸν ἀποδοῦναί σε δεῖ· οὐ θέμις ἄλλως γενέσθαι.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Οὐκοῦν ἄπαγέ με αὖθις ἐς τὸν βίον.


ΧΑΡΩΝ· Χάριεν λέγεις, ἵνα καὶ πληγὰς ἐπὶ τούτῳ παρὰ τοῦ Αἰακοῦ προσλάβω.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Μὴ ἐνόχλει οὖν.


ΧΑΡΩΝ· Δεῖξον τί ἐν τῇ πήρᾳ ἔχεις.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Θέρμους, εἰ θέλεις, καὶ τῆς Ἑκάτης τὸ δεῖπνον.




ΧΑΡΩΝ· Πόθεν τοῦτον ἡμῖν, ὦ Ἑρμῆ, τὸν κύνα ἤγαγες; οἷα δὲ καὶ ἐλάλει παρὰ τὸν πλοῦν τῶν ἐπιβατῶν ἁπάντων καταγελῶν καὶ ἐπισκώπτων καὶ μόνος ᾄδων οἰμωζόντων ἐκείνων.




ΕΡΜΗΣ· Ἀγνοεῖς, ὦ Χάρων, ὅντινα ἄνδρα διεπόρθμευσας; ἐλεύθερον ἀκριβῶς· οὐδένος αὐτῷ μέλει. οὗτός ἐστιν ὁ Μένιππος.


ΧΑΡΩΝ· Καὶ μὴν ἄν σε λάβω ποτέ


ΜΕΝΙΠΠΟΣ· Ἂν λάβῃς, ὦ βέλτιστε· δὶς δὲ οὐκ ἂν λάβοις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου