Ο Ελληνικός κόσμος κατά τους Περσικού πολέμους |
Αιτίες και αφορμές
Η περίοδος της Ελληνικής Ιστορίας μεταξύ 492-479 π.Χ είναι γνωστή ως μια φάση των«Περσικών Πολέμων». Πρόκειται για μία περίοδο διαμάχης μεταξύ των πόλεων-κρατών της Ελλάδας και της πανίσχυρης Περσικής Αυτοκρατορίας Η αιτία των Περσικών Πολέμων ήταν η επεκτατική πολιτική των Περσών. Τους ήταν αδύνατο να επεκταθούν προς τα Ανατολικά (προς την Ινδία), ή πέρα από την Αίγυπτο (λόγω της Λιβικής Ερήμου) ή προς την αφιλόξενη χώρα των Σκύθων (προς τα βόρια). Έτσι ή μόνη επιλογή τους ήταν να προχωρήσουν προς τα δυτικά προς την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ελλάδα ήταν το κύριο εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσουν για να επιτύχουν τον αντικειμενικό σκοπό τους και η Αθήνα ήταν ο πιο αποφασιστικός τους αντίπαλος στην Ελλάδα.
Οι Πέρσες χρειάζονταν μόνο μια αφορμή και οι Αθηναίοι τους την έδωσαν το 500 πΧ όταν οι Ελληνικές πόλεις-κράτη της Μικράς Ασίας που αποτελούσαν τμήμα της Περσικής Αυτοκρατορίας επαναστάτησαν κατά των Περσών. Η Αθήνα για να τις βοηθήσει έστειλε 20 πλοία και η μικρή πόλη Ερέτρια της Ευβοίας , 5 πλοία. Οι επαναστάτες είχαν μερικές επιτυχίες αρχικά και πυρπόλησαν τις Σάρδεις την πρωτεύουσα του πέρση σατράπη της Ιωνίας. Γρήγορα όμως ηττήθηκαν από τους Πέρσες. Ο βασιλιάς της Περσίας Δαρείος, μαθαίνοντας ότι κάποιες άγνωστες πόλεις-κράτη της Ελλάδας είχαν στείλει βοήθεια στους επαναστάτες, ρώτησε να μάθει ποια ήταν η Αθήνα. Όταν τον ενημέρωσαν γι' αυτούς τους αναιδείς Αθηναίους, θύμωσε τόσο πολύ ώστε έριξε με το τόξο του ένα βέλος στον ουρανό και ορκίστηκε να τους τιμωρήσει. Τόσος ήταν ο θυμός του ώστε κάθε βράδυ έβαζε έναν από τους υπηρέτες του να του λεει: «Δέσποτα, μέμνησο των Αθηναίων!».
Με τον τρόπο δόθηκε η αφορμή στον Μεγάλο Βασιλέα που ήθελε για να εισβάλει στην Ελλάδα και να ανοίξει το δρόμο προς την Ευρώπη. Για να εισβάλει στην Ελλάδα ο Δαρείος είχε δυο δρόμους: ένα από τη θάλασσα και ένα από την ξηρά. Κάθε ένας από αυτούς τους δρόμους είχε πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τελικά διάλεξε τον δρόμο από τη θάλασσα και αυτό αποδείχτηκε καταστροφικό. Η πρώτη του εκστρατεία το 492 πΧ απέτυχε επειδή μια θύελλα, «που έστειλαν οι Θεοί του Ολύμπου» κατάστρεψε το στόλο του. Δυο χρόνια αργότερα επιχείρησε για δεύτερη φορά να κινηθεί και πάλι από τη θάλασσα αλλά από νοτιότερο θαλάσσιο δρομολόγιο. Η εκστρατεία αυτή κατάληξε στη μάχη του Μαραθώνα.
Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του 492 πΧ ο Δαρείος διέταξε να αρχίσουν νέες προετοιμασίες και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής έστειλε κήρυκες στους Έλληνες για να ζητήσει «γην και ύδωρ» σαν δείγμα υποταγής. Πολλές από τις πόλεις συμμορφώθηκαν, άλλες όμως όχι με πρώτες την Αθήνα και τη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι θεώρησαν τόσο προσβλητική την απαίτηση των Περσών ώστε έριξαν τους κήρυκες στο βάραθρο της Ακρόπολης και καταδίκασαν σε θάνατο τους άτυχους διερμηνείς επειδή «λέρωσαν» την Ελληνική γλώσσα! Οι Σπαρτιάτες έριξαν τους κήρυκες στο πιο κοντινό πηγάδι, για να βρουν άφθονη «γη και ύδωρ»! Μετά από αυτό ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος. Την άνοιξη του 490 πΧ ο Περσικός στρατός και στόλος ήταν έτοιμος. Επικεφαλής ήταν ο Δάτης, ένας Μήδος και ο Αρταφέρνης, ανεψιός του Βασιλέα. Αποστολή τους ήταν υποχρεώσουν όλες τις Ελληνικές πόλεις που δεν είχαν δώσει «γην και ύδωρ» να γίνουν υποτελείς στο Μεγάλο Βασιλέα, αλλά επίσης να καταστρέψουν την Ερέτρια και την Αθήνα και «να φέρουν μπροστά του σκλάβους όλους τους κατοίκους.»
Η εκστρατεία
Ο Περσικός στόλος μεταφέροντας μια δύναμη πεζικού και ιππικού και πέρασε στο Αιγαίο και κατά τα τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου 490 πΧ Τα πιο πολλά νησιά που συνάντησε υποτάχθηκαν. Η πολιορκία της Ερέτριας κράτησε έξι ημέρες μέχρι που μερικοί από τους κατοίκους της βοήθησαν τους Πέρσες να περάσουν τα τείχη. Η πόλη καταστράφηκε και οι κάτοικοί της που επέζησαν τη σφαγή που ακολούθησε πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από την Ερέτρια ο Περσικός στόλος πέρασε στο Μαραθώνα όπου αγκυροβόλησε και αποβίβασε τον στρατό. Το σημείο που έγινε η αποβίβαση βρισκόταν 35 χιλιόμετρα περίπου ΒΑ των Αθηνών. Η δύναμη του Περσικού στρατού πρέπει να ήταν γύρω στις; 48.000 άντρες αν και ο αριθμός αυτός διαφέρει ανάλογα με τον ιστορικούς που περιέγραψαν τη μάχη. Γιατί όμως οι Πέρσες διάλεξαν το Μαραθώνα για να αποβιβαστούν; Υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτή την επιλογή. Οι Αθηναίοι την εποχή εκείνη είχαν εξορίσει τον Ιππία, γιο του Πεισίστρατου, ο οποίος μαζί με τους εναπομείναντες οπαδούς του στην Αθήνα, ονειρευόταν να αναλάβει πάλι την εξουσία. Ο Ιππίας είχε βρει καταφύγιο στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέα και είχε ακολουθήσει τους Πέρσες στην εκστρατεία κατά της Ελλάδας σαν σύμβουλος. Αυτός ήταν που είπε στον Δάτη και τον Αρταφέρνη να αποβιβαστούν στο Μαραθώνα. Το επιχείρημά του ήταν ότι μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα απομάκρυναν τους Αθηναίους από την Αθήνα διευκολύνοντας έτσι την κατάληψη της αρχής από τους οπαδούς του. Φαίνεται επίσης ότι ο Ιππίας είχε στο μυαλό του τη μάχη που έδωσε ο πατέρας του, Πεισίστρατος, με τους πολιτικούς αντιπάλους του στο Μαραθώνα πριν 47 χρόνια. Ο Πεισίστρατος είχε νικήσει και έγινε τύραννος των Αθηναίων.
Για να επαναλάβουμε όσα γράφει ο Λϊντελ Χαρτ, αν αυτή ήταν η πρόθεσή της απόβασης στο Μαραθώνα, τότε πέτυχε του σκοπού της γιατί οι Αθηναίοι αποφάσισαν τελικά να σπεύσουν στο Μαραθώνα για να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα. Ήταν όμως σωστή η απόφαση αυτή; Φαίνεται ότι ο Ιππίας δεν γνώριζε καλά τους πατριώτες του, γιατί οι Αθηναίοι θα πήγαιναν εκεί ούτως ή άλλως. Μόλις πληροφορήθηκαν την αποβίβαση των Περσών έστειλαν αγγελιαφόρο στη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια και ταυτόχρονα μελέτησαν τους παρακάτω πιθανούς τρόπους ενεργείας για να αντιμετωπίσουν την απειλή:
Να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στο Μαραθώνα (ο πιο παράτολμος από τους τρεις).
Η περίοδος της Ελληνικής Ιστορίας μεταξύ 492-479 π.Χ είναι γνωστή ως μια φάση των«Περσικών Πολέμων». Πρόκειται για μία περίοδο διαμάχης μεταξύ των πόλεων-κρατών της Ελλάδας και της πανίσχυρης Περσικής Αυτοκρατορίας Η αιτία των Περσικών Πολέμων ήταν η επεκτατική πολιτική των Περσών. Τους ήταν αδύνατο να επεκταθούν προς τα Ανατολικά (προς την Ινδία), ή πέρα από την Αίγυπτο (λόγω της Λιβικής Ερήμου) ή προς την αφιλόξενη χώρα των Σκύθων (προς τα βόρια). Έτσι ή μόνη επιλογή τους ήταν να προχωρήσουν προς τα δυτικά προς την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ελλάδα ήταν το κύριο εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσουν για να επιτύχουν τον αντικειμενικό σκοπό τους και η Αθήνα ήταν ο πιο αποφασιστικός τους αντίπαλος στην Ελλάδα.
Οι Πέρσες χρειάζονταν μόνο μια αφορμή και οι Αθηναίοι τους την έδωσαν το 500 πΧ όταν οι Ελληνικές πόλεις-κράτη της Μικράς Ασίας που αποτελούσαν τμήμα της Περσικής Αυτοκρατορίας επαναστάτησαν κατά των Περσών. Η Αθήνα για να τις βοηθήσει έστειλε 20 πλοία και η μικρή πόλη Ερέτρια της Ευβοίας , 5 πλοία. Οι επαναστάτες είχαν μερικές επιτυχίες αρχικά και πυρπόλησαν τις Σάρδεις την πρωτεύουσα του πέρση σατράπη της Ιωνίας. Γρήγορα όμως ηττήθηκαν από τους Πέρσες. Ο βασιλιάς της Περσίας Δαρείος, μαθαίνοντας ότι κάποιες άγνωστες πόλεις-κράτη της Ελλάδας είχαν στείλει βοήθεια στους επαναστάτες, ρώτησε να μάθει ποια ήταν η Αθήνα. Όταν τον ενημέρωσαν γι' αυτούς τους αναιδείς Αθηναίους, θύμωσε τόσο πολύ ώστε έριξε με το τόξο του ένα βέλος στον ουρανό και ορκίστηκε να τους τιμωρήσει. Τόσος ήταν ο θυμός του ώστε κάθε βράδυ έβαζε έναν από τους υπηρέτες του να του λεει: «Δέσποτα, μέμνησο των Αθηναίων!».
Με τον τρόπο δόθηκε η αφορμή στον Μεγάλο Βασιλέα που ήθελε για να εισβάλει στην Ελλάδα και να ανοίξει το δρόμο προς την Ευρώπη. Για να εισβάλει στην Ελλάδα ο Δαρείος είχε δυο δρόμους: ένα από τη θάλασσα και ένα από την ξηρά. Κάθε ένας από αυτούς τους δρόμους είχε πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τελικά διάλεξε τον δρόμο από τη θάλασσα και αυτό αποδείχτηκε καταστροφικό. Η πρώτη του εκστρατεία το 492 πΧ απέτυχε επειδή μια θύελλα, «που έστειλαν οι Θεοί του Ολύμπου» κατάστρεψε το στόλο του. Δυο χρόνια αργότερα επιχείρησε για δεύτερη φορά να κινηθεί και πάλι από τη θάλασσα αλλά από νοτιότερο θαλάσσιο δρομολόγιο. Η εκστρατεία αυτή κατάληξε στη μάχη του Μαραθώνα.
Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του 492 πΧ ο Δαρείος διέταξε να αρχίσουν νέες προετοιμασίες και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής έστειλε κήρυκες στους Έλληνες για να ζητήσει «γην και ύδωρ» σαν δείγμα υποταγής. Πολλές από τις πόλεις συμμορφώθηκαν, άλλες όμως όχι με πρώτες την Αθήνα και τη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι θεώρησαν τόσο προσβλητική την απαίτηση των Περσών ώστε έριξαν τους κήρυκες στο βάραθρο της Ακρόπολης και καταδίκασαν σε θάνατο τους άτυχους διερμηνείς επειδή «λέρωσαν» την Ελληνική γλώσσα! Οι Σπαρτιάτες έριξαν τους κήρυκες στο πιο κοντινό πηγάδι, για να βρουν άφθονη «γη και ύδωρ»! Μετά από αυτό ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος. Την άνοιξη του 490 πΧ ο Περσικός στρατός και στόλος ήταν έτοιμος. Επικεφαλής ήταν ο Δάτης, ένας Μήδος και ο Αρταφέρνης, ανεψιός του Βασιλέα. Αποστολή τους ήταν υποχρεώσουν όλες τις Ελληνικές πόλεις που δεν είχαν δώσει «γην και ύδωρ» να γίνουν υποτελείς στο Μεγάλο Βασιλέα, αλλά επίσης να καταστρέψουν την Ερέτρια και την Αθήνα και «να φέρουν μπροστά του σκλάβους όλους τους κατοίκους.»
Η εκστρατεία
Ο Περσικός στόλος μεταφέροντας μια δύναμη πεζικού και ιππικού και πέρασε στο Αιγαίο και κατά τα τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου 490 πΧ Τα πιο πολλά νησιά που συνάντησε υποτάχθηκαν. Η πολιορκία της Ερέτριας κράτησε έξι ημέρες μέχρι που μερικοί από τους κατοίκους της βοήθησαν τους Πέρσες να περάσουν τα τείχη. Η πόλη καταστράφηκε και οι κάτοικοί της που επέζησαν τη σφαγή που ακολούθησε πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από την Ερέτρια ο Περσικός στόλος πέρασε στο Μαραθώνα όπου αγκυροβόλησε και αποβίβασε τον στρατό. Το σημείο που έγινε η αποβίβαση βρισκόταν 35 χιλιόμετρα περίπου ΒΑ των Αθηνών. Η δύναμη του Περσικού στρατού πρέπει να ήταν γύρω στις; 48.000 άντρες αν και ο αριθμός αυτός διαφέρει ανάλογα με τον ιστορικούς που περιέγραψαν τη μάχη. Γιατί όμως οι Πέρσες διάλεξαν το Μαραθώνα για να αποβιβαστούν; Υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτή την επιλογή. Οι Αθηναίοι την εποχή εκείνη είχαν εξορίσει τον Ιππία, γιο του Πεισίστρατου, ο οποίος μαζί με τους εναπομείναντες οπαδούς του στην Αθήνα, ονειρευόταν να αναλάβει πάλι την εξουσία. Ο Ιππίας είχε βρει καταφύγιο στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέα και είχε ακολουθήσει τους Πέρσες στην εκστρατεία κατά της Ελλάδας σαν σύμβουλος. Αυτός ήταν που είπε στον Δάτη και τον Αρταφέρνη να αποβιβαστούν στο Μαραθώνα. Το επιχείρημά του ήταν ότι μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα απομάκρυναν τους Αθηναίους από την Αθήνα διευκολύνοντας έτσι την κατάληψη της αρχής από τους οπαδούς του. Φαίνεται επίσης ότι ο Ιππίας είχε στο μυαλό του τη μάχη που έδωσε ο πατέρας του, Πεισίστρατος, με τους πολιτικούς αντιπάλους του στο Μαραθώνα πριν 47 χρόνια. Ο Πεισίστρατος είχε νικήσει και έγινε τύραννος των Αθηναίων.
Για να επαναλάβουμε όσα γράφει ο Λϊντελ Χαρτ, αν αυτή ήταν η πρόθεσή της απόβασης στο Μαραθώνα, τότε πέτυχε του σκοπού της γιατί οι Αθηναίοι αποφάσισαν τελικά να σπεύσουν στο Μαραθώνα για να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα. Ήταν όμως σωστή η απόφαση αυτή; Φαίνεται ότι ο Ιππίας δεν γνώριζε καλά τους πατριώτες του, γιατί οι Αθηναίοι θα πήγαιναν εκεί ούτως ή άλλως. Μόλις πληροφορήθηκαν την αποβίβαση των Περσών έστειλαν αγγελιαφόρο στη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια και ταυτόχρονα μελέτησαν τους παρακάτω πιθανούς τρόπους ενεργείας για να αντιμετωπίσουν την απειλή:
Να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στο Μαραθώνα (ο πιο παράτολμος από τους τρεις).
Μιλτιάδης |
Να περιμένουν τους Πέρσες στη διάβαση της Παλλήνης (15 χλμ. ανατολικά της Αθήνας.
Να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες μέσα από τα τείχη της Αθήνας (ο χειρότερος από τους τρεις).
Τελικά υιοθετήθηκε η πρώτη λύση λόγω επιμονής του Μιλτιάδη, ενός από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς. Ο Μιλτιάδης έπεισε τους Αθηναίους λέγοντάς τους ότι η εμφάνισή τους στο Μαραθώνα θα αιφνιδίαζε πολύ τους Πέρσες. Φαίνεται ότι το σύστημα επιτήρησης των Αθηναίων ήταν πολύ αποτελεσματικό γιατί εντόπισε αμέσως την αποβίβαση του εχθρού. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο στρατός των Αθηναίων μπορούσε να φτάσει στο Μαραθώνα σε 8 ώρες μέσω της διάβασης της Παλλήνης.
Ο Αθηναίος αγγελιαφόρος έφτασε στη Σπάρτη μετά από 48 ώρες. Οι Σπαρτιάτες ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν αλλά όχι και να παραβιάσουν το νόμο που τους απαγόρευε να φύγουν από τη Σπάρτη πριν τη γέμιση του φεγγαριού. Έτσι περίμεναν την πανσέληνο και μετά έστειλαν μια δύναμη για να βοηθήσουν τους Αθηναίους. Η δύναμη αυτή έφτασε όταν είχε τελειώσει η μάχη. Όμως οι Αθηναίοι είχαν μια ευχάριστη έκπληξη όταν έφτασαν στο Μαραθώνα: μια δύναμη 1.000 Πλαταιέων ενώθηκαν μαζί τους για να πολεμήσουν κατά των Περσών. Η Αθήνα δεν θα ξέχναγε ποτέ τη γενναία αυτή πράξη των Πλαταιέων.
Οι αντίπαλοι
Εδώ είναι απαραίτητο να αναλύσουμε την οργάνωση, τη διοίκηση, το δόγμα και τον τρόπο που πολεμούσαν οι Αθηναίοι και οι Πέρσες. Ο Περσικός στρατός αποτελούταν από Πεζικό και εξαιρετικό Ιππικό. Το δόγμα τους ήταν αμυντικό επειδή το κύριο όπλο τους ήταν το τόξο. Η συνήθης τακτική τους ήταν να περιμένουν τον εχθρό να έρθει κοντά και μετά να τον «θάψουν» κάτω από ένα σύννεφο βελών. Το 480 πΧ ο Ξέρξης δεν έκρυψε την πραγματικότητα όταν είπε στο Λεωνίδα στις Θερμοπύλες ότι τα Περσικά βέλη θα έκρυβαν τον ήλιο (για να πάρει την ιστορική απάντηση «Καλύτερα, γιατί θα πολεμήσουμε στη σκιά»!). Ο οπλισμός και η πανοπλία του Περσικού πεζικού το καθιστούσε ακατάλληλο για αγώνα εκ του συστάδην ιδιαίτερα με τους βαριά οπλισμένους Έλληνες οπλίτες. Σε ότι αφορά τη διάταξη μάχης, οι Πέρσες έβαζαν τα καλύτερα τμήματά τους, Πέρσες και Σάκες, στο κέντρο της διάταξης μάχης, ενώ στις πτέρυγες έβαζαν τμήματα από τους υποτελείς τους. Το ιππικό αναπτύσσονταν στα πλευρά έτσι ώστε να μπορεί να τα καλύπτει και να υπερκερά τον αντίπαλο, ανάλογα με την περίπτωση.
Από το άλλο μέρος το δόγμα του Ελληνικού στρατού ήταν επιθετικό. Το κύριο όπλο τους, το μακρύ δόρυ, η βαριά πανοπλία (κράνος, θώρακας, κνημίδες και ασπίδα) και ο σχηματισμός μάχης, η φάλαγγα, ευνοούσαν τη μάχη εκ του συστάδην. Η φάλαγγα είχε ομοιόμορφη διάταξη με βάθος οκτώ στοίχων. Την εποχή εκείνη ο στρατός των Αθηναίων δεν είχε ούτε ιππικό, ούτε τόξα. Οι Αθηναίοι ήταν χωρισμένοι σε δέκα φυλές. Κάθε φυλή έπρεπε να ετοιμάσει για τη μάχη 1.000 οπλίτες και να διορίσει ένα στρατηγό ως επικεφαλής τους. Έτσι ο στρατός των Αθηναίων αποτελούταν από 10.000 οπλίτες διοικούμενος από 10 στρατηγούς. Στη δύναμη αυτή πρέπει να προστεθούν οι δούλοι και το ελαφρό πεζικό που ήταν οπλισμένο με ακόντια. Όταν ο στρατός κινητοποιούνταν για πόλεμο, κάθε ημέρα οριζόταν ένας στρατηγός ως διοικητής όλου του στρατού για την ημέρα εκείνη. Επειδή οι αποφάσεις λαμβάνονταν με ψηφοφορία, για αποφυγή ισοψηφίας η πόλη διόριζε ένα άλλο στρατηγό, που είχε τον τίτλο του Πολέμαρχου, και ο οποίος είχε δικαίωμα ψήφου. Έτσι επειδή οι ψήφοι ήταν έντεκα δεν υπήρχε περίπτωση ισοψηφίας.
Σε ότι αφορά στο πνεύμα των Αθηναίων ο Ηρόδοτος, σύγχρονος ιστορικός και θεωρούμενος πατέρας της ιστορίας γράφει σχετικά: «Ελευθερία και Ισότητα στα κοινά είναι μεγάλα κίνητρα και έτσι εκείνοι που όταν ζούσαν κάτω από το ζυγό του δεσπότη δεν ήταν καλύτεροι πολεμιστές από τους γείτονές τους, μόλις ελευθερώθηκαν έγιναν οι πρώτοι από όλους. Γιατί ο καθένας ένιωθε ότι πολεμώντας για μια ελεύθερη κοινοπολιτεία, πολεμούσε στην πραγματικότητα για τον εαυτό του και ό,τι αναλάμβανε να κάνει ήταν πρόθυμος να το κάνει ολοκληρωτικά.»
Ο Μιλτιάδης, ένας από τους δέκα στρατηγούς, ανήκε σε μία από τις πιο ευγενείς οικογένειες των Αθηνών. Ήταν πλούσιος και πριν 28 χρόνια είχε πάει στη Θράκη ως κυβερνήτης της Χερσονήσου (σημερινά Δαρδανέλια). Εκεί έζησε μέχρι το 494 πΧ. Όταν η Περσική αυτοκρατορία επεκτάθηκε στην περιοχή εκείνη ο Μιλτιάδης υποτάχθηκε στον Μεγάλο Βασιλέα Δαρείο και παρακολούθησε από κοντά τον Περσικό στρατό στις εκστρατείες του εναντίον των Σκυθών. Έτσι είχε μια καλή γνώση της τακτικής που χρησιμοποιούσαν. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Χερσόνησο, ο Μιλτιάδης κατέκτησε και έθεσε υπό την κηδεμονία ων Αθηνών τα νησιά Λήμνο και Ίμβρο. Για το λόγο αυτό το γόητρό του στην κοινή γνώμη ήταν υψηλό. Έτσι όταν έγινε γνωστό ότι οι Πέρσες ετοίμαζαν εισβολή εκλέχτηκε σαν ένας από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς. Από τους δέκα στρατηγούς είναι γνωστά τα ονόματα μόνο των πέντε. Δυο από αυτούς θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο μετά δέκα χρόνια: τα ονόματά τους ήταν Θεμιστοκλής και Αριστείδης. Ο πρώτος θα οδηγούσε τους Έλληνες στην νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και ο δεύτερος τους Αθηναίους στη μάχη των Πλαταιών (479 πΧ). Είναι επίσης γνωστό ότι πολέμαρχος ήταν ο Καλλίμαχος.
Η τοποθεσία
Η πεδιάδα του Μαραθώνα έχει σχήμα μισοφέγγαρου με μήκος περίπου 10 χιλιομέτρων και μέγιστο πλάτος τριών χιλιομέτρων στο μέσο της. Η πεδιάδα στενεύει στα άκρα της όπου την εποχή εκείνη υπήρχαν έλη τα οποία κατά την περίοδο της μάχης ήταν πλημμυρισμένα και κατά συνέπεια το έδαφος δεν ήταν κατάλληλο για επιχειρήσεις ιππικού. Οι Πέρσες είχαν βγάλει τα πλοία τους στην ξηρά και είχαν στρατοπεδεύσει σε ομαλό, επίπεδο έδαφος. Αιφνιδιάστηκαν όταν είδαν το στρατό των Αθηναίων να φτάνει στον Μαραθώνα και να στρατοπεδεύει στην κοιλάδα του Αυλώνα. Η θέση που επέλεξαν ήταν απρόσβλητη από επίθεση και είχε πλήρη θέα του Περσικού στρατοπέδου. Έγινε σαφές στους Αθηναίους ότι ο εχθρός δεν σκόπευε να κινηθεί από την ξηρά στην Αθήνα επειδή δεν είχε καταλάβει τις διαβάσεις που οδηγούσαν σε αυτή. Έτσι ο φόβος της προδοσίας έγινε αποφασιστικός παράγοντας για τη διεξαγωγή της μάχης. Στο πολεμικό συμβούλιο που έγινε υπήρξε ισοψηφία: πέντε στρατηγοί με πρώτο το Μιλτιάδη προτιμούσαν να επιτεθούν αμέσως, ενώ οι άλλοι πέντε ψήφισαν να επιτεθούν μετά την άφιξη της βοήθειας των Σπαρτιατών. Τότε ήταν που ο Μιλτιάδης, κατά τον Ηρόδοτο, απηύθυνε στον πολέμαρχο Καλλίμαχο, η ψήφος του οποίου θα ήταν αποφασιστική, τα παρακάτω λόγια: «Από εσένα εξαρτάται, ω Καλλίμαχε, είτε να οδηγήσεις την Αθήνα στην σκλαβιά, είτε να εξασφαλίσεις την ελευθερία της και να αφήσεις στις επερχόμενες γενιές μια ανάμνηση κατά πολύ πιο έντονη από την ανάμνηση εκείνων που έκαναν την Αθήνα δημοκρατία. Γιατί ποτέ από τότε που οι Αθηναίοι έγιναν λαός δεν αντιμετώπισαν ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο όσο σήμερα...». Μετά από αυτό το λόγο ο Καλλίμαχος ψήφισε υπέρ της άμεσης μάχης.
Προετοιμασίες για την Μάχη
Επί οκτώ ημέρες οι δυο στρατοί αντιμετώπιζαν ο ένας των άλλο ακίνητοι. Την ένατη ημέρα οι Πέρσες άρχισαν να επιβιβάζονται στα πλοία. Έγινε φανερό ότι μια καλυπτική δύναμη θα κρατούσε τους Αθηναίους στο Μαραθώνα ενώ ο υπόλοιπος στρατός θα έπλεε προς την Αθήνα για να καταλάβει την ανυπεράσπιστη πόλη. Η κατάσταση απαιτούσε άμεση ενέργεια και ο Μιλτιάδης που εκείνη την ημέρα είχε έρθει η σειρά του να γίνει αρχιστράτηγος, διέταξε το στρατό των 10.000 Αθηναίων και των 1.000 Πλαταιέων να αναπτυχθεί για μάχη.
Ο Μιλτιάδης αντιμετώπιζε δυο δύσκολα προβλήματα και για να τα λύσει εφάρμοσε μια νέα τακτική, αποκλίνοντας εντελώς από την πατροπαράδοτη τακτική που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες μέχρι τώρα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Περσικός στρατός αναπτύσσονταν σε βάθος 30 ανδρών (όπως περιγράφει και ο Ξενοφών στο έργο του «Κύρου Παιδεία»). Έτσι οι 48.000 άνδρες του Περσικού στρατού θα σχημάτιζαν ένα μέτωπο μήκους 1.600 μέτρων. Για να εξισώσει αυτό το μέτωπο ο Μιλτιάδης έπρεπε να αναπτύξει τους άντρες του σε πολύ λεπτή γραμμή. Αν οι 10.000 Αθηναίοι διατάσσονταν σε βάθος 8 ανδρών το μέτωπό τους θα είχε ανάπτυγμα 1.250 μέτρων και έτσι τα πλευρά τους θα ήταν επικίνδυνα ακάλυπτα. Όμως ο Μιλτιάδης γνώριζε από προηγούμενη εμπειρία τον τρόπο με τον οποίο ανάπτυσσαν οι Πέρσες το στρατό τους για μάχη: στο κέντρο έβαζαν τα καλύτερα τμήματά τους (Πέρσες και Σάκες) ενώ στις πτέρυγες το στρατό των υποτακτικών τους (των οποίων κίνητρο ήταν συνήθως το «πολέμα γιατί αλλιώς...» επειδή δεν υπήρχε εθνική αιτία που να τους εμπνέει). Παρατήρησε επίσης ότι το Περσικό ιππικό είχε ήδη επιβιβαστεί πράγμα που του έδινε δυο πλεονεκτήματα: πρώτον, δεν απειλούσε τα πλευρά του στρατού των Αθηναίων και δεύτερον, δεν κάλυπτε τα πλευρά του Περσικού στρατού. Αυτές οι παρατηρήσεις τον οδήγησαν να εφαρμόσει μια τελείως νέα τακτική την οποία θα επαναλάμβανε ο Αννίβας μετά τρεις αιώνες στη μάχη των Κανών και οι Γερμανοί στο Τάννεμπεργκ μετά 24 αιώνες. Ο Μιλτιάδης εξασθένισε σκόπιμα το κέντρο του σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή από δυο Φυλές, τις Φυλές που διοικούνταν από τον Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη, με βάθος μόνο τεσσάρων ανδρών (επειδή κάθε Φυλή είχε 1.000 άντρες το μέτωπο στο σημείο αυτό είχε ανάπτυγμα 500 μέτρων). Σε κάθε μια από τις πτέρυγες είχε αναπτύξει από τέσσερις Φυλές με το συνηθισμένο βάθος των 8 ανδρών σχηματίζοντας έτσι μέτωπο 500 μέτρων σε κάθε πλευρό. (Έτσι το συνολικό εύρος του μετώπου ήταν 1.500 μέτρα). Τέλος στο αριστερό του αριστερού πλευρού ανάπτυξε τους Πλαταιείς σε βάθος 8 ανδρών με αποτέλεσμα το εύρος του μετώπου να είναι 1.625 μέτρα. Ο Καλλίμαχος κατέλαβε την τιμητική θέση στη δεξιά πτέρυγα.
Να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες μέσα από τα τείχη της Αθήνας (ο χειρότερος από τους τρεις).
Τελικά υιοθετήθηκε η πρώτη λύση λόγω επιμονής του Μιλτιάδη, ενός από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς. Ο Μιλτιάδης έπεισε τους Αθηναίους λέγοντάς τους ότι η εμφάνισή τους στο Μαραθώνα θα αιφνιδίαζε πολύ τους Πέρσες. Φαίνεται ότι το σύστημα επιτήρησης των Αθηναίων ήταν πολύ αποτελεσματικό γιατί εντόπισε αμέσως την αποβίβαση του εχθρού. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο στρατός των Αθηναίων μπορούσε να φτάσει στο Μαραθώνα σε 8 ώρες μέσω της διάβασης της Παλλήνης.
Ο Αθηναίος αγγελιαφόρος έφτασε στη Σπάρτη μετά από 48 ώρες. Οι Σπαρτιάτες ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν αλλά όχι και να παραβιάσουν το νόμο που τους απαγόρευε να φύγουν από τη Σπάρτη πριν τη γέμιση του φεγγαριού. Έτσι περίμεναν την πανσέληνο και μετά έστειλαν μια δύναμη για να βοηθήσουν τους Αθηναίους. Η δύναμη αυτή έφτασε όταν είχε τελειώσει η μάχη. Όμως οι Αθηναίοι είχαν μια ευχάριστη έκπληξη όταν έφτασαν στο Μαραθώνα: μια δύναμη 1.000 Πλαταιέων ενώθηκαν μαζί τους για να πολεμήσουν κατά των Περσών. Η Αθήνα δεν θα ξέχναγε ποτέ τη γενναία αυτή πράξη των Πλαταιέων.
Οι αντίπαλοι
Εδώ είναι απαραίτητο να αναλύσουμε την οργάνωση, τη διοίκηση, το δόγμα και τον τρόπο που πολεμούσαν οι Αθηναίοι και οι Πέρσες. Ο Περσικός στρατός αποτελούταν από Πεζικό και εξαιρετικό Ιππικό. Το δόγμα τους ήταν αμυντικό επειδή το κύριο όπλο τους ήταν το τόξο. Η συνήθης τακτική τους ήταν να περιμένουν τον εχθρό να έρθει κοντά και μετά να τον «θάψουν» κάτω από ένα σύννεφο βελών. Το 480 πΧ ο Ξέρξης δεν έκρυψε την πραγματικότητα όταν είπε στο Λεωνίδα στις Θερμοπύλες ότι τα Περσικά βέλη θα έκρυβαν τον ήλιο (για να πάρει την ιστορική απάντηση «Καλύτερα, γιατί θα πολεμήσουμε στη σκιά»!). Ο οπλισμός και η πανοπλία του Περσικού πεζικού το καθιστούσε ακατάλληλο για αγώνα εκ του συστάδην ιδιαίτερα με τους βαριά οπλισμένους Έλληνες οπλίτες. Σε ότι αφορά τη διάταξη μάχης, οι Πέρσες έβαζαν τα καλύτερα τμήματά τους, Πέρσες και Σάκες, στο κέντρο της διάταξης μάχης, ενώ στις πτέρυγες έβαζαν τμήματα από τους υποτελείς τους. Το ιππικό αναπτύσσονταν στα πλευρά έτσι ώστε να μπορεί να τα καλύπτει και να υπερκερά τον αντίπαλο, ανάλογα με την περίπτωση.
Από το άλλο μέρος το δόγμα του Ελληνικού στρατού ήταν επιθετικό. Το κύριο όπλο τους, το μακρύ δόρυ, η βαριά πανοπλία (κράνος, θώρακας, κνημίδες και ασπίδα) και ο σχηματισμός μάχης, η φάλαγγα, ευνοούσαν τη μάχη εκ του συστάδην. Η φάλαγγα είχε ομοιόμορφη διάταξη με βάθος οκτώ στοίχων. Την εποχή εκείνη ο στρατός των Αθηναίων δεν είχε ούτε ιππικό, ούτε τόξα. Οι Αθηναίοι ήταν χωρισμένοι σε δέκα φυλές. Κάθε φυλή έπρεπε να ετοιμάσει για τη μάχη 1.000 οπλίτες και να διορίσει ένα στρατηγό ως επικεφαλής τους. Έτσι ο στρατός των Αθηναίων αποτελούταν από 10.000 οπλίτες διοικούμενος από 10 στρατηγούς. Στη δύναμη αυτή πρέπει να προστεθούν οι δούλοι και το ελαφρό πεζικό που ήταν οπλισμένο με ακόντια. Όταν ο στρατός κινητοποιούνταν για πόλεμο, κάθε ημέρα οριζόταν ένας στρατηγός ως διοικητής όλου του στρατού για την ημέρα εκείνη. Επειδή οι αποφάσεις λαμβάνονταν με ψηφοφορία, για αποφυγή ισοψηφίας η πόλη διόριζε ένα άλλο στρατηγό, που είχε τον τίτλο του Πολέμαρχου, και ο οποίος είχε δικαίωμα ψήφου. Έτσι επειδή οι ψήφοι ήταν έντεκα δεν υπήρχε περίπτωση ισοψηφίας.
Σε ότι αφορά στο πνεύμα των Αθηναίων ο Ηρόδοτος, σύγχρονος ιστορικός και θεωρούμενος πατέρας της ιστορίας γράφει σχετικά: «Ελευθερία και Ισότητα στα κοινά είναι μεγάλα κίνητρα και έτσι εκείνοι που όταν ζούσαν κάτω από το ζυγό του δεσπότη δεν ήταν καλύτεροι πολεμιστές από τους γείτονές τους, μόλις ελευθερώθηκαν έγιναν οι πρώτοι από όλους. Γιατί ο καθένας ένιωθε ότι πολεμώντας για μια ελεύθερη κοινοπολιτεία, πολεμούσε στην πραγματικότητα για τον εαυτό του και ό,τι αναλάμβανε να κάνει ήταν πρόθυμος να το κάνει ολοκληρωτικά.»
Ο Μιλτιάδης, ένας από τους δέκα στρατηγούς, ανήκε σε μία από τις πιο ευγενείς οικογένειες των Αθηνών. Ήταν πλούσιος και πριν 28 χρόνια είχε πάει στη Θράκη ως κυβερνήτης της Χερσονήσου (σημερινά Δαρδανέλια). Εκεί έζησε μέχρι το 494 πΧ. Όταν η Περσική αυτοκρατορία επεκτάθηκε στην περιοχή εκείνη ο Μιλτιάδης υποτάχθηκε στον Μεγάλο Βασιλέα Δαρείο και παρακολούθησε από κοντά τον Περσικό στρατό στις εκστρατείες του εναντίον των Σκυθών. Έτσι είχε μια καλή γνώση της τακτικής που χρησιμοποιούσαν. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Χερσόνησο, ο Μιλτιάδης κατέκτησε και έθεσε υπό την κηδεμονία ων Αθηνών τα νησιά Λήμνο και Ίμβρο. Για το λόγο αυτό το γόητρό του στην κοινή γνώμη ήταν υψηλό. Έτσι όταν έγινε γνωστό ότι οι Πέρσες ετοίμαζαν εισβολή εκλέχτηκε σαν ένας από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς. Από τους δέκα στρατηγούς είναι γνωστά τα ονόματα μόνο των πέντε. Δυο από αυτούς θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο μετά δέκα χρόνια: τα ονόματά τους ήταν Θεμιστοκλής και Αριστείδης. Ο πρώτος θα οδηγούσε τους Έλληνες στην νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και ο δεύτερος τους Αθηναίους στη μάχη των Πλαταιών (479 πΧ). Είναι επίσης γνωστό ότι πολέμαρχος ήταν ο Καλλίμαχος.
Η τοποθεσία
Η πεδιάδα του Μαραθώνα έχει σχήμα μισοφέγγαρου με μήκος περίπου 10 χιλιομέτρων και μέγιστο πλάτος τριών χιλιομέτρων στο μέσο της. Η πεδιάδα στενεύει στα άκρα της όπου την εποχή εκείνη υπήρχαν έλη τα οποία κατά την περίοδο της μάχης ήταν πλημμυρισμένα και κατά συνέπεια το έδαφος δεν ήταν κατάλληλο για επιχειρήσεις ιππικού. Οι Πέρσες είχαν βγάλει τα πλοία τους στην ξηρά και είχαν στρατοπεδεύσει σε ομαλό, επίπεδο έδαφος. Αιφνιδιάστηκαν όταν είδαν το στρατό των Αθηναίων να φτάνει στον Μαραθώνα και να στρατοπεδεύει στην κοιλάδα του Αυλώνα. Η θέση που επέλεξαν ήταν απρόσβλητη από επίθεση και είχε πλήρη θέα του Περσικού στρατοπέδου. Έγινε σαφές στους Αθηναίους ότι ο εχθρός δεν σκόπευε να κινηθεί από την ξηρά στην Αθήνα επειδή δεν είχε καταλάβει τις διαβάσεις που οδηγούσαν σε αυτή. Έτσι ο φόβος της προδοσίας έγινε αποφασιστικός παράγοντας για τη διεξαγωγή της μάχης. Στο πολεμικό συμβούλιο που έγινε υπήρξε ισοψηφία: πέντε στρατηγοί με πρώτο το Μιλτιάδη προτιμούσαν να επιτεθούν αμέσως, ενώ οι άλλοι πέντε ψήφισαν να επιτεθούν μετά την άφιξη της βοήθειας των Σπαρτιατών. Τότε ήταν που ο Μιλτιάδης, κατά τον Ηρόδοτο, απηύθυνε στον πολέμαρχο Καλλίμαχο, η ψήφος του οποίου θα ήταν αποφασιστική, τα παρακάτω λόγια: «Από εσένα εξαρτάται, ω Καλλίμαχε, είτε να οδηγήσεις την Αθήνα στην σκλαβιά, είτε να εξασφαλίσεις την ελευθερία της και να αφήσεις στις επερχόμενες γενιές μια ανάμνηση κατά πολύ πιο έντονη από την ανάμνηση εκείνων που έκαναν την Αθήνα δημοκρατία. Γιατί ποτέ από τότε που οι Αθηναίοι έγιναν λαός δεν αντιμετώπισαν ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο όσο σήμερα...». Μετά από αυτό το λόγο ο Καλλίμαχος ψήφισε υπέρ της άμεσης μάχης.
Προετοιμασίες για την Μάχη
Επί οκτώ ημέρες οι δυο στρατοί αντιμετώπιζαν ο ένας των άλλο ακίνητοι. Την ένατη ημέρα οι Πέρσες άρχισαν να επιβιβάζονται στα πλοία. Έγινε φανερό ότι μια καλυπτική δύναμη θα κρατούσε τους Αθηναίους στο Μαραθώνα ενώ ο υπόλοιπος στρατός θα έπλεε προς την Αθήνα για να καταλάβει την ανυπεράσπιστη πόλη. Η κατάσταση απαιτούσε άμεση ενέργεια και ο Μιλτιάδης που εκείνη την ημέρα είχε έρθει η σειρά του να γίνει αρχιστράτηγος, διέταξε το στρατό των 10.000 Αθηναίων και των 1.000 Πλαταιέων να αναπτυχθεί για μάχη.
Ο Μιλτιάδης αντιμετώπιζε δυο δύσκολα προβλήματα και για να τα λύσει εφάρμοσε μια νέα τακτική, αποκλίνοντας εντελώς από την πατροπαράδοτη τακτική που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες μέχρι τώρα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Περσικός στρατός αναπτύσσονταν σε βάθος 30 ανδρών (όπως περιγράφει και ο Ξενοφών στο έργο του «Κύρου Παιδεία»). Έτσι οι 48.000 άνδρες του Περσικού στρατού θα σχημάτιζαν ένα μέτωπο μήκους 1.600 μέτρων. Για να εξισώσει αυτό το μέτωπο ο Μιλτιάδης έπρεπε να αναπτύξει τους άντρες του σε πολύ λεπτή γραμμή. Αν οι 10.000 Αθηναίοι διατάσσονταν σε βάθος 8 ανδρών το μέτωπό τους θα είχε ανάπτυγμα 1.250 μέτρων και έτσι τα πλευρά τους θα ήταν επικίνδυνα ακάλυπτα. Όμως ο Μιλτιάδης γνώριζε από προηγούμενη εμπειρία τον τρόπο με τον οποίο ανάπτυσσαν οι Πέρσες το στρατό τους για μάχη: στο κέντρο έβαζαν τα καλύτερα τμήματά τους (Πέρσες και Σάκες) ενώ στις πτέρυγες το στρατό των υποτακτικών τους (των οποίων κίνητρο ήταν συνήθως το «πολέμα γιατί αλλιώς...» επειδή δεν υπήρχε εθνική αιτία που να τους εμπνέει). Παρατήρησε επίσης ότι το Περσικό ιππικό είχε ήδη επιβιβαστεί πράγμα που του έδινε δυο πλεονεκτήματα: πρώτον, δεν απειλούσε τα πλευρά του στρατού των Αθηναίων και δεύτερον, δεν κάλυπτε τα πλευρά του Περσικού στρατού. Αυτές οι παρατηρήσεις τον οδήγησαν να εφαρμόσει μια τελείως νέα τακτική την οποία θα επαναλάμβανε ο Αννίβας μετά τρεις αιώνες στη μάχη των Κανών και οι Γερμανοί στο Τάννεμπεργκ μετά 24 αιώνες. Ο Μιλτιάδης εξασθένισε σκόπιμα το κέντρο του σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή από δυο Φυλές, τις Φυλές που διοικούνταν από τον Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη, με βάθος μόνο τεσσάρων ανδρών (επειδή κάθε Φυλή είχε 1.000 άντρες το μέτωπο στο σημείο αυτό είχε ανάπτυγμα 500 μέτρων). Σε κάθε μια από τις πτέρυγες είχε αναπτύξει από τέσσερις Φυλές με το συνηθισμένο βάθος των 8 ανδρών σχηματίζοντας έτσι μέτωπο 500 μέτρων σε κάθε πλευρό. (Έτσι το συνολικό εύρος του μετώπου ήταν 1.500 μέτρα). Τέλος στο αριστερό του αριστερού πλευρού ανάπτυξε τους Πλαταιείς σε βάθος 8 ανδρών με αποτέλεσμα το εύρος του μετώπου να είναι 1.625 μέτρα. Ο Καλλίμαχος κατέλαβε την τιμητική θέση στη δεξιά πτέρυγα.
Ο Περσικός στρατός θα προσπαθούσε να εξοντώσει τους Αθηναίους με βέλη. Το βεληνεκές των τόξων ήταν περίπου 150-200 μέτρα. Κατά συνέπεια η κρίσιμη απόσταση πριν μπορέσουν οι βαριά εξοπλισμένοι Αθηναίοι οπλίτες να εμπλακούν με τους Πέρσες σε αγώνα εκ του συστάδην έπρεπε να καλυφθεί στον συντομότερο δυνατό χρόνο και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο αν οι οπλίτες κάλυπταν την απόσταση τρέχοντας. Για το λόγο αυτό ο Μιλτιάδης εφάρμοσε την τεχνική της εφόδου. Μόλις η φάλαγγα θα έφτανε στο βεληνεκές των βελών των Περσών θα άρχιζαν να τρέχουν για να διασχίσουν την επικίνδυνη ζώνη όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να πέσουν στους Πέρσες με τη μεγαλύτερη δυνατή ορμή.
Η Μαχη
Έτσι το πρωί της 17ης Σεπτεμβρίου 490 πΧ με τέλειο συγχρονισμό ο Μιλτιάδης έδωσε την διαταγή και οι 11.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς σχημάτισαν τη φάλαγγα και κινήθηκαν κατά του εχθρού ενώ οι γύρω λόφοι πρέπει να αντηχούσαν από τον ύμνο που ο μεγάλος ποιητής Αισχύλος, που πολέμησε στο Μαραθώνα, μας διέσωσε στην περίφημη τραγωδία «Πέρσες»: «Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων ο αγών!»
Ο Ηρόδοτος μας λεει ότι «Όταν οι Πέρσες είδαν τους Αθηναίους να κατεβαίνουν χωρίς ιππικό ή τοξότες και με μικρή δύναμη, πίστεψαν ότι ήταν ένας στρατός τρελών που έτρεχε να συναντήσει την καταστροφή του.» Γρήγορα πήραν διάταξη για να αντιμετωπίσουν τους «τρελούς». Όταν έφτασαν κοντά στην επικίνδυνη ζώνη οι Αθηναίοι εκτόξευσαν την έφοδο. Η σύγκρουση εξελίχθηκε ακριβώς όπως το είχε σχεδιάσει ο Μιλτιάδης. Στο κέντρο οι Φυλές του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή υποχώρησαν προς έδαφος που τους έδωσε τη δυνατότητα να αναδιοργανωθούν και να συνεχίσουν τη μάχη. Στις πτέρυγες οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έτρεψαν σε φυγή τους αντιπάλους τους. Τότε ο Μιλτιάδης έσωσε την εντολή να αγνοήσουν τον εχθρό που υποχωρούσε και να στραφούν κατά των νώτων των Περσών του κέντρου. Έτσι και έγινα και οι Πέρσες περικυκλωμένοι από τους αντιπάλους τους δεν είχαν καμία τύχη απέναντι στα δόρατα των Ελλήνων με τις κοντές λόγχες , τα κοντά ξίφη και τις πλεχτές ασπίδες που διάθεταν. Πολέμησαν σκληρά αλλά τελικά υπέκυψαν και οι μέχρι τότε αήττητοι Πέρσες γύρισαν τις πλάτες τους και τράπηκαν σε φυγή. Οι Αθηναίοι τους ακολούθησαν μέχρι τα πλοία. Εκεί έγινα η σκληρότερη μάχη και εκεί υπέστησαν οι Αθηναίοι τις πιο βαριές απώλειες. Εκεί έπεσε ο Κυναίγειρος, ο αδελφός του Αισχύλου, ο ευγενικός και γενναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος και πολλοί άλλοι Αθηναίοι. Πολεμώντας σκληρά οι Πέρσες κατόρθωσαν να σώσουν όλα τα πλοία τους εκτός από επτά τα οποία κυρίευσαν οι Αθηναίοι.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 192 Αθηναίοι νεκροί και ένας άγνωστος αριθμός Πλαταιέων και δούλων, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι έθαψαν τους νεκρούς σε τρεις τύμβους. Στον ένα έθαψαν τους Αθηναίους πολίτες, στον άλλο τους Πλαταιείς και στον τρίτο τους δούλους. Ο τύμβος των Αθηναίων σώζεται μέχρι σήμερα. Πιστεύεται ότι ο τύμβος των Πλαταιέων βρίσκεται στους πρόποδες της Πεντέλης.(Σημείωση: Ο τύμβος των Πλαταιέων είναι ένα χιλιόμετρο πιο πέρα στο δρόμο για τον Αγιο Γεώργιο τον Βρανά.Τους Μήδους οι Αθηναίοι λένε πως τους έθαψαν, γιατί οπωσδήποτε ήταν χρέος ιερό να κρύβει κανείς κάτω από το χώμα το πτώμα ενός ανθρώπου, πιθανολογώ λογω κάποιων αρχαιλογικών ευρημάτων ότι τους έθαψαν στην περιοχή Κάτω Σούλι και Γραμματικό) Ο τύμβος των δούλων δεν έχει εντοπιστεί ακόμα. Ανάμεσά τους ήταν ένα μικρό παιδί που σκοτώθηκε από Περσικό βέλος ενώ έδινε νερό στους μαχητές στη διάρκεια της μάχης. Οι Πέρσες έχασαν 6.400 άντρες αλλά μέσα σε αυτούς πρέπει να υπήρχαν πολλοί αιχμάλωτοι, γιατί ο Ηρόδοτος λεει ότι όταν ο Μιλτιάδης κατάλαβε ότι ο Περσικός στόλος μπορούσε να πλεύσει στην Αθήνα και να επιτεθεί στην ανυπεράσπιστη πόλη, άφησε τις Φυλές του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή που είχαν δοκιμαστεί σκληρά στο κέντρο της φάλαγγας για να φυλάνε τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους και με τον υπόλοιπο στρατό κινήθηκε προς την πόλη. Είναι επίσης γνωστό ότι όταν η μάχη πλησίαζε στο τέλος της κάποιος που βρισκόταν στην κορφή της Πεντέλης σήκωσε ψηλά μια ασπίδα και έστειλε ένα οπτικό σήμα. Υποτίθεται ότι ήταν σήμα προς τους Πέρσες από κάποιο οπαδό του Ιππία ότι η Πόλη ήταν ανυπεράσπιστη ή, πιο πιθανό, ότι ήταν κάποιος Αθηναίος ειδικός παρατηρητής που μπορούσε να δει εύκολα από την Πεντέλη την κατεύθυνση του Περσικού στόλου προς την Αθήνα.
Οι Πέρσες αρχηγοί πραγματικά έπλευσαν προς την Αθήνα και έφτασαν στον Φαληρικό όρμο. Εκεί τους περίμενε μια ακόμα έκπληξη: στους μακρινούς λόφους είδαν τις ασπίδες των Αθηναίων να λάμπουν στον ήλιο. Έτσι συγκέντρωσαν το στόλο τους και επέστρεψαν στην Περσία. Το ίδιο βράδυ έφτασε και η βοήθεια από την Σπάρτη. Ζήτησαν την άδεια να επισκεφθούν το πεδίο της μάχης και όταν τους δόθηκε η άδεια εξέφρασαν το θαυμασμό τους για το κατόρθωμα των Αθηναίων.
Έτσι τελείωσε η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Περσίας αλλά ο αγώνας δεν τελείωσε εκεί. Μετά δέκα χρόνια ένας τεράστιος Περσικός στρατός υπό τον ίδιο τον Μεγάλο Βασιλέα Ξέρξη, θα εισέβαλε στην Ελλάδα για να ηττηθεί και αυτός στη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές.
Στρατιωτικά - πολιτικά συμπεράσματα
Ήταν η μάχη του Μαραθώνα μία «αποφασιστική» μάχη; Δυο διακεκριμένη ιστορικοί ο Fuller στο έργο του «Στρατιωτική Ιστορία του Δυτικού Κόσμου» και ο Creasy στο έργο του «Δεκαπέντε Αποφασιστικές Μάχες» εκφράζουν διαφορετικές γνώμες. Σύμφωνα με τον Fuller «η μάχη του Μαραθώνα ήταν μια αξιόλογη μάχη τόσο από την άποψη της στρατηγικής των Περσών που ήταν αξιοθαύμαστη όσο και της τακτικής των Ελλήνων που δεν ήταν λιγότερο αξιοθαύμαστη...Για πρώτη φορά στην ιστορία τους οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στο δικό τους στοιχείο, δηλαδή στην ξηρά και ο Μαραθώνας προίκισε τους νικητές με την πίστη στο πεπρωμένο τους που ήταν να επιζήσουν επί τρεις αιώνες στη διάρκεια των οποίων γεννήθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Ο Μαραθώνας σηματοδότησε τη γέννηση της Ευρώπης.»
Ο Creasy έρχεται πιο κοντά στην γνώμη των Ελλήνων ότι η μάχη του Μαραθώνα ήταν αποφασιστική για την παγκόσμια ιστορία. Σύμφωνα με τον Creasy «Η μάχη του Μαραθώνα έσπασε για πάντα το μύθο του αήττητου των Περσών που παρέλυε τη διάνοια των λαών. Δημιούργησε στους Έλληνες το πνεύμα που απέκρουσε τον Ξέρξη και μετά οδήγησε τον Ξενοφώντα, τον Αγησίλαο και τον Αλέξανδρο σε τρομερά αντίποινα με τις εκστρατείες τους στην Ασία. Εξασφάλισε για την ανθρωπότητα τον πολιτιστικό θησαυρό των Αθηνών, την ανάπτυξη των ελεύθερων θεσμών, τον φιλελεύθερο διαφωτισμό του δυτικού κόσμου και τη σταδιακή άνοδο για πολλούς αιώνες τις μεγάλες αρχές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.»
Εκείνο που ήταν το πιο σημαντικό από την άποψη των Ελλήνων αναγράφεται στο επίγραμμα που γράφτηκε στον τύμβο των Αθηναίων: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν». Οι Αθηναίοι ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν ότι η ΕΝΟΤΗΤΑ όλων των Ελληνικών Πόλεων-Κρατών ήταν απαραίτητη για να αντιμετωπιστεί η απειλή από τους Πέρσες.
Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από την μάχη του Μαραθώνα, τη μάχη κατά την οποία το θάρρος επιβλήθηκε στους αριθμούς και ο αγώνας εκ του συστάδην τη βολή με τα τόξα; Το πιο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι η μάχη αυτή υπήρξε ο θρίαμβος των ηθικών δυνάμεων έναντι των αριθμών. Οι Αθηναίοι πολίτες που πολεμούσαν στο Μαραθώνα ήξεραν γιατί πολεμούσαν: για τα χωράφια, τις οικογένειες και τα σπίτια τους. Από την άλλη μεριά οι Ασιάτες και Αφρικανοί στρατιώτες, εκτός από τους Πέρσες, δεν ήξεραν γιατί πολεμούσαν και πολλοί από αυτούς απλά έπρεπε να διαλέξουν ποιοι θα τους σκότωναν: οι Αθηναίοι ή οι Πέρσες!
Σε ότι αφορά τις αρχές του πολέμου μπορεί να πούμε ότι ο Μιλτιάδης εφάρμοσε για πρώτη φορά στην ιστορία, χωρίς να έχει αποφοιτήσει από κάποια στρατιωτική ακαδημία, τις εξής:
Επιθετικότητα: Ανέλαβε την πρωτοβουλία και διέταξε την επίθεση κατά των Περσών με μικρότερη αριθμητικά δύναμη, στην κατάλληλη στιγμή.
Οικονομία Δυνάμεων και Συγκέντρωση: Ανάπτυξε τα τμήματά του με τέτοιο τρόπο ώστε να χτυπήσει το πιο αδύνατο σημείο της γραμμής των Περσών με το ισχυρότερο σημείο της δικής του διάταξης. Με άλλα λόγια εφάρμοσε μεγάλη μαχητική ισχύ στο αποφασιστικό σημείο στον κατάλληλο χρόνο. Με τον τρόπο αυτό έκανε εκείνο που λίγοι στρατηγοί έχουν κάνει: έσπασε ένα «ταμπού» αλλάζοντας μια τακτική που εφαρμοζόταν επί πολλά χρόνια διακινδυνεύοντας ένα «ανάθεμα» στην περίπτωση που θα αποτύγχανε.
Ενότητα Διοικήσεως: Ο Ηρόδοτος μας λεει ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί πρόσφεραν τη σειρά αρχηγίας τους στο Μιλτιάδη, αλλά εκείνο επιτέθηκε την ημέρα που είχε έρθει η δική του σειρά. Έτσι εξασφάλισε ότι όλες οι Φυλές ήταν κάτω από τις διαταγές ενός υπεύθυνου διοικητή.
Αιφνιδιασμός: Πρώτα έπεισε τους Αθηναίους να πάνε στο Μαραθώνα και μετά επιτέθηκε την κρίσιμη στιγμή στους Πέρσες με νέα τακτική με τέτοιο τρόπο ώστε οι Πέρσες πίστεψαν ότι οι Αθηναίοι είχαν τρελαθεί!
Ελιγμός: Στη μάχη του Μαραθώνα ο Μιλτιάδης εφάρμοσε τον ελιγμό της διπλής υπερκέρασης. Δεν έχει σημασία ότι το μέτωπο ήταν μικρό. Έτσι διεξάγονταν οι μάχες εκείνες τις ημέρες. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο θαυμάσιος ελιγμός, που επαναλήφθηκε συχνά από άλλους μεγάλους στρατηγούς, επινοήθηκε και διευθύνθηκε με επιτυχία για πρώτη φορά από τον Μιλτιάδη που δεν είχε προηγούμενη γνώση ή παράδειγμα.
Τελικά θεωρώ σωστό να παραθέσω την γνώμη για τον Μιλτιάδη ενός διακεκριμένου ιστορικού, του Hans Delbruck ο οποίος στο κλασσικό έργο του «Ιστορία της Τέχνης του Πολέμου, Πόλεμος στην Αρχαιότητα» γράφει
«Η εικόνα του Μιλτιάδη σαν διοικητή στο πεδίο της μάχης στέκεται γιγάντια στα πρώιμα χρονικά της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Βρίσκουμε εδώ την πιο πλήρη και την πιο σπάνια μορφή ηγεσίας που έχει γεννήσει η πολεμική τέχνη μέχρι σήμερα, τον συνδυασμό άμυνας - επίθεσης, στις απλές καλλιτεχνικές γραμμές του πρώτου μεγάλου στρατιωτικού γεγονότος. Τι διορατικότητα στην επιλογή του πεδίου της μάχης, τι αυτοέλεγχος εν αναμονή της εχθρικής επίθεσης, τι εξουσία επί των μαζών, επί ενός στρατού από υπερήφανους, ελεύθερους πολίτες ώστε να μπορέσει να τους συγκρατήσει σταθερά στη θέση που είχε διαλέξει και μετά να τους οδηγήσει σε μια ξέφρενη επίθεση την αποφασιστική στιγμή! Όλα ήταν ρυθμισμένα για τη στιγμή αυτή -ούτε ένα λεπτό νωρίτερα, οπότε οι Αθηναίοι θα έφταναν στον εχθρό ξέπνοοι και αποδιοργανωμένοι, ούτε ένα λεπτό αργότερα, οπότε πολλά από τα βέλη του εχθρού θα είχαν βρει το στόχο τους και ο μεγάλος αριθμός των ανδρών που θα έπεφταν και θα δίσταζαν θα έσπαγε την ορμή της εφόδου, η οποία θα έπρεπε να πέσει σαν χιονοστιβάδα στις γραμμές του εχθρού αν ήθελε να νικήσει. Θα έχουμε ευκαιρία να αναλύσουμε και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις αλλά ποτέ μια μεγαλύτερη από αυτή.»
Παραλειπόμενα της Μάχης
Μελέτη αστρονόμων έχει αποκαλύψει πως η ευρέως αποδεκτή ημερομηνία της Μάχης του Μαραθώνα, ίσως να είναι λανθασμένη. Το 490 π.Χ. ο στρατός των Αθηναίων νίκησε τους εισβολείς Πέρσες στην πεδιάδα της παραλίας του Μαραθώνα. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η νίκη ήταν σημαντική για την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού επειδή προηγήθηκε της ακμής του Αθηναϊκού πολιτισμού που οδήγησε στις μεγάλες προόδους των μαθηματικών, του δράματος, της φιλοσοφίας και της αστρονομίας. "Ήταν βεβαίως μια τεράστια επιτυχία για τους Αθηναίους επειδή αποδείχθηκε ότι μπορούσαν να αντισταθούν στην Περσική αυτοκρατορία. Εάν οι Πέρσες είχαν κερδίσει στο Μαραθώνα, είναι πολύ πιθανό πως θα είχαν κατακτήσει κι όλη την υπόλοιπη Ελλάδα", λέει John Lazenby, ιστορικός στο βρετανικό πανεπιστήμιο του Newcastle. Σύμφωνα με τις περιγραφές, μετά το τέλος της νικηφόρας μάχης ένας δρομέας απεστάλη αμέσως για να μεταφέρει τις καλές ειδήσεις στην Αθήνα, περίπου 26 μίλια μακριά: ο πρώτος παγκόσμιος μαραθωνοδρόμος. Κατά την άφιξή του ο ηρωικός αγγελιοφόρος αναφώνησε, "Χαρείτε, Νικήσαμε!" και μετά εξέπνευσε.
Εντούτοις, οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι αυτό το μέρος της ιστορίας είναι ένας μύθος. Η γενικά αποδεκτή ημερομηνία της μάχης του Μαραθώνας, είναι: 12 Σεπτεμβρίου 490 π.Χ.. Αυτή προτάθηκε από το μελετητή του δέκατου ένατου αιώνα August Boeckh , ο οποίος βασίστηκε στα γραπτά που περιέγραφαν τη μάχη από τον Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι Αθηναίοι κάλεσαν τον στρατό των Σπαρτιατών, που έδρευε περίπου 240 χιλιόμετρα μακριά, για να τους βοηθήσει να πολεμήσουν τους Πέρσες. Αλλά οι Σπαρτιάτες εξήγησαν ότι δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής τους εορτής Κάρνεια, η οποία θα τελείωνε στο επόμενο πλήρες φεγγάρι. Οι υπολογισμοί του Boeckh συσχέτισαν αυτή την τελετή με το αθηναϊκό ημερολόγιο για να βρουν την ημερομηνία τέλεσης της μάχης. "Διαπιστώσαμε ότι η μέθοδος που ακολούθησε ο Boeckh, χρησιμοποιώντας το Αθηναϊκό ημερολόγιο, είχε ένα σοβαρό λάθος", αναφέρει ο Donald Olson, αστρονόμος από το κρατικό πανεπιστήμιο του Τέξας, ο οποίος παρουσιάζει την άποψή του στο τεύχος Σεπτεμβρίου της επιστημονικής επιθεώρησης Sky & Telescope. "Το Κάρνεια ήταν μία Σπαρτιάτικη γιορτή, κι έτσι η ανάλυση θα έπρεπε να είχε γίνει με το Σπαρτιάτικο ημερολόγιο", υποστηρίζει.
Αν και τα δύο ημερολόγια ακολουθούσαν το σεληνιακό κύκλο, δεν ήταν ίδια. Ενώ το Αθηναϊκό έτος άρχιζε με το πρώτο νέο φεγγάρι μετά από το θερινό ηλιοστάσιο, το Σπαρτιάτικο έτος άρχισε με το πρώτο πλήρες φεγγάρι μετά από τη φθινοπωρινή ισημερία. Ο Olson κι οι συνάδελφοί του υπολόγισαν ότι μεταξύ των ετών 491 και 490 π.Χ., υπήρξαν δέκα νέα φεγγάρια μεταξύ της φθινοπωρινής ισημερίας και του θερινού ηλιοστασίου, ένα περισσότερο από το συνηθισμένο. Αυτό συμβαίνει περιστασιακά επειδή ένα ηλιακό έτος δεν είναι ένα ακριβές πολλαπλάσιο ενός σεληνιακού μήνα. Έτσι, για εκείνο το έτος, το Σπαρτιάτικο ημερολόγιο βρισκόταν έναν σεληνιακό μήνα μπροστά από το Αθηναϊκό ημερολόγιο. Ο Olson υποστηρίζει πως αυτό σημαίνει ότι η μάχη του μαραθωνίου συνέβη πραγματικά στις 12 Αυγούστου του 490 π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου