03 Ιανουαρίου 2011

Τα Φώτα και οι Καλικάντζαροι


Των Θεοφανίων, κλείνει το εορταστικό Δωδεκαήμερο που ξεκινά με τα Χριστούγεννα και τελειώνει με τη βάφτιση του Χριστού. Σύμφωνα με την παράδοση, επειδή από τη γέννησή του μέχρι και τα Φώτα, ο Χριστός είναι αβάφτιστος βρίσκουν την ευκαιρία οι καλικάντζαροι να ανέβουν στη γη και να αλωνίσουν τον κόσμο. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν ψυχές που έβρισκαν τις πόρτες του Άδη ανοιχτές και ανέβαιναν στον επάνω κόσμο, όπου γύριζαν για μέρες παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. Η πίστη στους καλικάντζαρους λέγεται πως προήλθε από ελληνικές και ρωμαϊκές γιορτές του Δεκεμβρίου, που συνδυάζονται με τη γενέθλια ημέρα του Θεού Ηλίου, την 25η Δεκεμβρίου. Αργότερα στο Βυζάντιο για να γιορτάσουν το Δωδεκαήμερο, άνθρωποι μασκαρεμένοι με κρυμμένα τα πρόσωπά τους, πείραζαν με μουσικές και τραγούδια τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι στα σπίτια τους ως πραγματικοί εισβολείς, απαιτώντας φαγητά και γλυκά, μέχρι τον Αγιασμό. Με το πέρασμα των αιώνων, οι καλικάντζαροι σαν ξωτικά, πλάσματα περίεργα, μικροσκοπικά, με ουρά και μακριά χέρια, πονηροί και κατεργάρηδες, πειράζουν για 12 μέρες και "μαγαρίζουν" τους ανθρώπους. Σήμερα φεύγουν για να επιστρέψουν πάλι κάτω από τη γη τρώγοντας τον κορμό της. Θα έρθουν του χρόνου τα Χριστούγεννα για να τρυπώσουν τα βράδια στα σπίτια μας από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες στις πόρτες και τα παράθυρα, να τα αναστατώσουν, "να συμβολίσουν μια πρόσκαιρη ριζική ανατροπή της δεδομένης τάξης του κόσμου, που θα φέρει το επάνω-κάτω, θα τον καθαρίσει από τις αμαρτίες και θα ξαναδώσει στους ανθρώπους την αναγκαία γαλήνη και ψυχική αρμονία που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν τους άλλους καλικάντζαρους, αυτούς που φορούν μάσκα ανθρώπου και που μας περιμένουν πίσω από γραφεία, ταμεία ή στην επόμενη γωνιά του δρόμου".   
 
"Φεύγετε να φεύγουμε"
 
"Τώρα που το σκέφτομαι, έχω πολύ καιρό να δω καλικάντζαρους. Από την εποχή που μας έκαναν ακόμη προσωπικές επισκέψεις, την περίοδο του Δωδεκάμερου, που τελειώνει με τον αγιασμό των υδάτων, έχω κρατήσει μια πολύ φευγαλέα μνήμη από την εμφάνισή τους. Δεν μπορώ να πω ότι έμοιαζαν με τις εικόνες που τους έδειχναν σαν τα μάλλον αστεία κι άταχτα διαβολάκια που έβλεπα στις γελοιογραφίες των εφημερίδων, οι οποίες κυκλοφορούσαν στο σπίτι.
Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να έμοιαζαν μάλλον με σκιές, που έτρεχαν να κρυφτούν μόλις καταλάβαιναν ότι τις πλησίαζα όλο λαχτάρα για να δω επιτέλους ποια και πώς ήταν αυτά τα πλάσματα, με τα οποία κάναμε τις ίδιες αταξίες. Και αυτό διότι, πρέπει εδώ να υπογραμμίσω το γεγονός ότι την εποχή του Δωδεκάμερου οι ενήλικες γυναίκες του σπιτιού μάζευαν οτιδήποτε φαγώσιμο κυκλοφορούσε ελεύθερο και έκλειναν με μεγάλη προσοχή τα ντουλάπια, για να μη βρουν οι καλικάντζαροι τα τρόφιμα και τα γλυκά και τα καταβροχθίσουν ή τα μαγαρίσουν, μια και τα στοιχειά αυτά είχαν την κακή συνήθεια να μην αρκούνται σε όσα έκλεβαν, αλλά να καταστρέφουν και τα υπόλοιπα.
Αυτή η ιστορία του κλειδώματος με έκανε να έχω για λογαριασμό τους μια ανομολόγητη συμπάθεια ή τουλάχιστον συνενοχή. Διότι θα πρέπει εδώ να πω ότι η γιαγιά μου έκλεινε κάποια ντουλάπια, όχι μόνον τις μέρες των γιορτών αλλά και τις υπόλοιπες και ιδίως αυτά που είχαν γλυκά. Και αυτό διότι είχε αντιληφθεί ότι τα μόνιμα καλικαντζαράκια του σπιτιού, δηλαδή εμείς τα παιδιά, σκαρφιζόμασταν χίλια κόλπα για να ανοίξουμε το ντουλάπι και να κλέψουμε το γλυκό κυδώνι που λατρεύαμε και που εκείνη φύλαγε ως κόρην οφθαλμού για τους ξένους που πολύ αραιά μας επισκέπτονταν. Εδώ, όμως, τελείωναν και οι αναλογίες μας με τους καλικάντζαρους, καθώς εμείς, ύστερα από κάθε νέα κλοπή, προσπαθούσαμε να σβήσουμε με θαυμαστή επιμέλεια τα ίχνη και το πετυχαίναμε σε τέτοιο βαθμό που μια φορά πήγε η καημένη να φιλέψει τον κύριο και την κυρία τάδε με ένα αδειανό κουτί, που το είχαμε έτσι μακιγιάρει που να μοιάζει γεμάτο γλυκό κουταλιού.
Η συγκατοίκησή μας και το κρυφτό που παίζαμε με τους καλικάντζαρους τέλειωνε πάντως πολύ γρήγορα. Την ημέρα των Φώτων μαζί με τα κάλαντα, που ακούγαμε αξημέρωτα, γνωρίζαμε ότι θα συνέβαινε το δραματικό γεγονός. Τα καημένα τα καλικαντζαράκια το έβαζαν στα πόδια, τραγουδώντας τα δικά τους λυπητερά κάλαντα που ήταν κάπως σαν «Φεύγετε να φεύγουμε κι έρχεται ο πάπαρδος με την αγιαστούρα του και με τη μαγκούρα του». Δεν θυμάμαι αν το τραγουδούσαν ακριβώς έτσι, γεγονός όμως είναι ότι στο τέλος πήδαγαν στη θάλασσα, όχι για να πιάσουν τον σταυρό αλλά για να κατέβουν στον πάτο της.
Εκτοτε πληροφορούμαι ότι μάλλον δεν υπάρχουν καλικάντζαροι. Και διάφοροι σοβαροί μυθολόγοι, εθνολόγοι και λοιποί λόγιοι μας πληροφορούν ότι οι μέρες του Δωδεκάμερου, που συγγενεύουν βαθιά με το καρναβάλι, συμβολίζουν μια πρόσκαιρη ριζική ανατροπή της δεδομένης τάξης του κόσμου, που θα τον φέρει το επάνω-κάτω, θα τον καθαρίσει από τις αμαρτίες και θα ξαναδώσει στους ανθρώπους την αναγκαία γαλήνη και ψυχική αρμονία που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν τους άλλους καλικάντζαρους, αυτούς που φορούν μάσκα ανθρώπου και που μας περιμένουν πίσω από γραφεία, ταμεία ή στην επόμενη γωνιά του δρόμου.
Ολα αυτά καλά, μονάχα αναρωτιέμαι: τι ριζική ανατροπή και τι κάθαρση μπορεί πια να έρθει σε έναν κόσμο που είναι μονίμως αναποδογυρισμένος και όπου, αν δεν πεις ότι το άσπρο είναι μαύρο, θα σε πάρουν για τρελό; Και τι λουκέτο να βρεις για να κρύψεις τα γλυκά σου ή τον μισθό σου, όταν οι καλικάντζαροι τα έχουν σηκώσει και φορτώσει στο σακούλι τους, γιατί την αγιαστούρα δεν τη φοβούνται και τη μαγκούρα την κρατούν στο χέρι οι ίδιοι; Ισως στον κόσμο αυτό των νεο-καλικάντζαρων το να προσπαθείς να υπάρχεις κανονικά είναι επανάσταση." 

 
"Αληθινοί καλικάντζαροι"


"Oι καλικάντζαροι των Χριστουγέννων εμφανίζονται για ένα δωδεκαήμερο- σε αντίθεση με τους καλικάντζαρους του δημοσίου βίου που τροφοδοτούν την επικαιρότητα επί δωδεκαμήνου βάσεως. Τα κακομούτσουνα πλάσματα ανεβαίνουν στην επιφάνεια της Γης μεταξύ γέννησης Ιησού και αγιασμού των υδάτων, όταν δηλαδή τα νερά είναι αβάπτιστα. Ορισμένες συνήθειές τους έχουν υιοθετηθεί από πολιτικά πρόσωπα.
Να, ας πούμε η ενασχόληση των υπουργών με τα οικονομικά θυμίζει κατά πολύ την αριθμητική των δαιμονίων. Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες οι καλικάντζαροι δεν ξέρουν να μετρούν και πολύ καλά. Είναι περιορισμένων δυνατοτήτων, εν τούτοις δοκιμάζουν τις γνώσεις τους όποτε νιώσουν να τους προκαλούν. Ετσι παγιδεύονται σε περίπλοκες, χρονοβόρες καταστάσεις. Στα χωριά συνήθιζαν να κρεμούν στην πόρτα των σπιτιών ένα κόσκινο. Ο καλικάντζαρος που επιχειρεί να εισέλθει χάνει τον χρόνο του σε ένα απίστευτο πρότζεκτ: μετράει τις τρύπες του- όπως ορισμένοι καταμετρούν τις δημοσιονομικές τρύπες. Είπαμε όμως, ο καλικάντζαρος δεν ξέρει και πολλά από αριθμητική. Μπορεί να μετρήσει ως το δύο. Οπότε καταγράφει τις τρύπες ξανά και ξανά από την αρχή: μία- δύο, μία- δύο, μίαδύο. Ετσι περνά η ώρα, ώσπου να ξημερώσει. Το επόμενο βράδυ η νοικοκυρά κρεμάει στο πόμολο μια τούφα από το λανάρι. Ο καλικάντζαρος όλη τη νύχτα μετράει τις τρίχες: μία- δύο, μία- δύο, μίαδύο. Κάπως έτσι καταμετρείται και το έλλειμμα στα κρατικά ταμεία.
Oι καλικάντζαροι έχουν μεγαλεπήβολα σχέδια, παλεύουν για να τα υλοποιήσουν, αλλά με έναν μαγικό τρόπο το αποτέλεσμα μένει κάθε χρόνο ατελές. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο εργάζονται οι υπουργοί: συντάσσουν νομοσχέδια, τάζουν λαγούς με πετραχήλια, υπόσχονται να βάλουν τάξη, δεν καταφέρνουν όμως να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους. Οι καλικάντζαροι έχουν στόχο να ροκανίσουν το δέντρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η Γη. Το τρώνε λίγο λίγο, όλον τον χρόνο. Ο κορμός αδυνατίζει, παρά το γεγονός ότι δρουν χωρίς οργάνωση. Δεν υπάρχει ένα πλάνο εργασίας, να πουν δηλαδή σε ποιο σημείο θα εστιάσουν ώστε τελικά να κοπεί σε εκείνο το σημείο το δέντρο και να πέσει. Καθένας κάνει τη δική του δουλειά και όταν κάποτε φθάσουν κοντά στο επιθυμητό αποτέλεσμα, αποφασίζουν να το γιορτάσουν. Προσοχή όμως: δεν περιμένουν να δουν ολοκληρωμένη τη δουλειά, βιάζονται να πανηγυρίσουν όταν πλησιάζουν τον ανεπίτευκτο στόχο. Ετσι γίνεται και με τους νόμους που ψηφίζονται. Κατακλυζόμαστε από ωραίες ιδέες, υπέροχες προτάσεις, εμπνευσμένες λεπτομέρειες που δεν εφαρμόζονται, δεν γίνονται έργα. Παραμένουν σχέδια επί χάρτου. Κάθε υπουργός έχει το δικό του όραμα για την Παιδεία, για την περίθαλψη, για τις μεταφορές, για την προστασία της φύσης. Στα βασικά ζητήματα μιας οργανωμένης κοινωνίας απαξάπαντες οι υπουργοί άφησαν τη δουλειά τους ανολοκλήρωτη. Τόσοι και τόσοι πέρασαν, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα ελάχιστα.
Λένε για τους καλικάντζαρους ότι καθένας έχει το δικό του κουσούρι. Αλλος είναι μονόφθαλμος και βλέπει όσα θέλει να βλέπει. Αλλος είναι μονοπόδαρος και μπατάρει, πάει κατά ΄κεί που τον οδηγεί το κουσούρι, όχι εκεί που πρέπει να κατευθυνθεί. Στόχος τους να μπουν στα σπίτια των ανθρώπων και να τα ανακατέψουν. Πιο πολύ απ΄ όλα τους αρέσει να μαγαρίζουν τα φαγητά, όμως μπορεί κανείς να παλέψει μαζί τους εύκολα σε τούτο το ζήτημα. Αν τους πετάξει μια τηγανίτα και πάρουν το μερτικό τους από τα ξένα καλούδια, ησυχάζουν. Αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα, τους αρέσει να τους καλοπιάνουν. Λατρεύουν επίσης να τραβούν την προσοχή κάνοντας σαματά. Βγαίνουν στα κεραμίδια, όπως οι πολιτικοί καλικάντζαροι συνηθίζουν να βγαίνουν στις τηλεοράσεις.
Το καλό με τους καλικάντζαρους είναι ότι εκδιώκονται εύκολα. Αρκεί να πει κανείς το «Πάτερ ημών» ή να κάψει ένα παλιοπάπουτσο και ο δαίμονας θα κρυφτεί ξανά στην τρύπα του. Το κακό είναι ότι όσες φορές και να τους διώξει κανείς, αυτοί ξανάρχονται. Δεν θέλουν να αφήσουν τον τόπο να ησυχάσει."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου