12 Ιανουαρίου 2011

Χρήστος Γιανναράς


Πιστεύω σε κρίσεις μου αφαιρετικές, συμπερασματικές της εμπειρίας μου.
Λέω: αυτός ο άνθρωπος είναι ευαίσθητος, ο τάδε είναι φίλος πιστός, ο Χ είναι ζωγράφος ασύγκριτα πιο ταλαντούχος από τον Ψ.
Δεν μπορώ να αποδείξω την ορθότητα των προσωπικών μου κρίσεων.
Τις πιστεύω!
Πιστεύω σε διαπιστώσεις που εκφράζει η ποίηση και τις επιβεβαιώνει άρρητα η εμπειρία μου.
Λέει ο Ελύτης: « Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει».
Το πιστεύω!
Πιστεύω στη γνώση που γεννάει ο έρωτας.
Όταν «εξαίφνης» συμβεί το θαύμα της αμοιβαιότητας.
Τότε γνωρίζω τον άλλον με τρόπο και πληρότητα που καμία συγκομιδή πληροφοριών
Δεν κατορθώνει!
Πιστεύω στην αλήθεια που μου μεταγγίζει η Τέχνη.
Γνωρίζω τον Μότσαρτ η τον Βάν Γκόγκ η τον Καβάφη πληρέστερα και πιο πραγματικά απ’ όσο κάποιος γείτονάς που τους συναντούσε καθημερινά και τους προσπερνούσε αδιάφορα.
Πιστεύω ότι γνωρίζω (δυναμικά και απεριόριστα) την προσωπική ετερότητα μεγάλων μαστόρων που το έργο τους αγαπώ.
Αδυνατώ να αντικειμενοποιήσω στη γλώσσα την ψηλάφηση αυτής της ετερότητας.
Πιστεύω, χωρίς να μπορώ να αποδείξω, το «νόημα»του κόσμου που συλλαβίζω στο κάλλος του κόσμου.
Ο συλλαβισμός (πάντοτε «ως δι’εσόπτρου εν αινίγματι») καρπός και εμπειρία σχέσης, όχι νοηματική πιστοποίηση.
Νόημα δεν υπάρχει όταν το κάλλος υποτάσσεται στην εγωτική απαίτηση.
Υπάρχει νόημα όταν στο κάλλος συναντάς λόγο κλήσης σε σχέση.
Λόγο ενεργητικής ετερότητας, βεβαιότητα έναντι παρουσίας.
Αναπόδεικτη βεβαιότητα!! 



ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ



"Καθαρά πράγματα: Δεν με ενδιαφέρει αυτός ο Τόπος, ούτε ως Γεωγραφία θα τολμούσα να πω, παρά το ότι αγαπώ πάρα πολύ την Ελληνική Γη. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η Φυλή ή το Έθνος... Με ενδιαφέρει ένας Πολιτισμός, ο οποίος πλούτισε την ζωή της Ανθρωπότητας. Κι αυτός ο Πολιτισμός βλέπω, όχι απλώς να χάνεται, να στραμπουλιέται. Εάν αύριο το πρωί η Ελλάδα γίνει ό,τι είναι η Καλαβρία στην Νότιο Ιταλία, δηλαδή ένας τόπος με αρχαιοελληνικά μνημεία, με βυζαντινά μνημεία και με κατοίκους άσχετους, διότι προς τα εκεί πηγαίνουμε, η Μεγάλη Απώλεια - και θα φανεί εγωιστικό και σκανδαλώδες αυτό που θα πω - είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει Ευρωπαίος Κλασσικός Φιλόλογος, Ελληνιστής κορυφαίος, που να καταλαβαίνει τον Αριστοτέλη όπως τον καταλαβαίνω εγώ. Επειδή εγώ έχω το βιωματικό φορτίο των λέξεων"!.


ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΣΧΑ

Οι δύο λέξεις "Χριστός Ανέστη" έγιναν χαιρετισμός, γιατί κάποτε μετέφεραν, πραγματικά, μιά βεβαιότητα χαράς. Οι άνθρωποι κοινωνούσαν αυτή τή βεβαιότητα, συναντιόντουσαν καί ήθελαν αυτήν πρώτα απ' όλα νά δηλώσουν. Χριστός ανέστη: αναστήθηκε ο Χριστός, άρα δέν τελειώνουν όλα στό θάνατο. Καί πάνω σέ αυτή τήν προοπτική τής ζωής πού νικάει τό θάνατο, έχτιζαν τήν καθημερινότητα τού βίου.

Όχι γιά νά ψευτοπαρηγορηθούν μέ φαντασιώσεις, αλλά γιατί από αυτή τήν εμπειρική βεβαιότητα αντλούσαν νόημα καί περιεχόμενο καί αξίες ζωής. Άν ο Χριστός ανέστη, ο μύχιος πυρήνας τής ύπαρξής μας, τό υποκείμενο ή η προσωπικότητα τού ανθρώπου δέν τελειώνει μέ τόν βιολογικό θάνατο. Τότε ακόμα καί η πολιτική, η οικονομία, οι κοινωνικοί θεσμοί παίρνουν άλλο νόημα κι άλλη προοπτική. Άν η ευθύνη τού ανθρώπου δέν τελειώνει σέ κάποια συμβατικά όρια ορθολογισμού καί τυπικών υποχρεώσεων, άν η ευθύνη γιά τίς πράξεις του αναφέρεται τελικά σέ αυτή τήν ερωτική παραφορά μιάς σταυρωμένης γι' αυτόν καί αναστημένης Αγάπης, τότε καί η πολιτική είναι μιά διακονία αγάπης, μιά αυτοπαραίτηση καί αυτοπροσφορά, ένας έρωτας νά υπηρετήσεις τούς αδελφούς σου καί τίς ανάγκες τους.

Στόν δικό μας τόπο καί στή δική μας ελληνική παράδοση αυτή η πίστη στήν Ανάσταση, η αναφορά σέ έναν Θεό όχι τιμωρό καί δικαστή, αλλά μανικό εραστή καί Νυμφίο τού ανθρώπου, ήταν ο άξονας πού οργάνωνε τή ζωή καί τή συνοχή τού κοινωνικού σώματος. Αυτή η πίστη έδινε ταυτότητα στόν Έλληνα. Θυμάστε τό πρώτο Σύνταγμα τής Επιδαύρου τό 1822; Μόλις έστησαν ελεύθερη τήν πατρίδα αυτοί οι μαρτυρικοί αγωνιστές, θέλησαν νά ορίσουν στό Σύνταγμα ποιός είναι ο Έλληνας πολίτης τού νεοσύστατου κράτους. Καί δέν είχαν πού αλλού νά εντοπίσουν τήν ελληνική ιδιότητα παρά μόνο στήν πίστη: "Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι τής Επικρατείας τής Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες".

Αν ξαναφέρναμε στό Σύνταγμα σήμερα αυτόν τόν ορισμό τού Έλληνα, μέ πόσους πολίτες θά απόμενε αυτή η δύσμοιρη πατρίδα; Δεκαετίες τώρα, ξεριζώνουμε πεισματικά κάθε πίστη καί κάθε ελπίδα καί κάθε αληθινό έρωτα από τήν ψυχή τού λαού. Ρημάξαμε τίς ψυχές μέ τή νέκρα τής "προοδευτικής" ξιπασιάς, πιθηκισμού δήθεν μοντέρνων ιδεών πού αφήνουν άριζο καί ανέστιο τόν άνθρωπο σέ φοβερή ερημία καί μοναξιά. Δεκαετίες ολόκληρες ο ελληνοχριστιανισμός λειτούργησε σάν στείρα συμβατική ιδεοληψία, γιά νά πνιγεί τελικά μέσα στόν περίγελο τής χουντικής εκμετάλλευσης τού "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών".

Καί ήρθε η τελευταία οκταετία, όπου συστηματικά πιά καί μεθοδευμένα ξεριζώθηκε κάθε υπόλειμμα σεβασμού καί μνήμης τής πνευματικής μας παράδοσης. Από τά αλφαβητάρια τού Δημοτικού εξαλείφθηκαν, μέ φανατισμένο πείσμα, ακόμα καί οι λέξεις Χριστός, Παναγιά, εκκλησιά, γιορτή, πανηγύρι, προσευχή. Μοναδική μνεία γιορτής στό αλφαβητάρι τής Α΄ Δημοτικού η διαδήλωση γιά τήν επέτειο τού Πολυτεχνείου. Τά βιβλία τού Γυμνασίου καί τού Λυκείου νά χλευάζουν καί νά κατασυκοφαντούν τό Βυζάντιο, νά προπαγανδίζουν τόν πιό χυδαίο υλισμό μέ φανατισμό πού δέν γνώρισε ούτε η σταλινική περίοδος.

Η καταστροφή πού συντελέστηκε, ειδικά στήν παιδεία, τά τελευταία οχτώ χρόνια είναι εφιαλτική. Αλλά γιά τά μέγιστα καί τίμια τού ήθους καί τής ελπίδας τών ανθρώπων, ελπίδας πέρα από τή ζωώδη επιβίωση καί τήν καταναλωτική υστερία, γι' αυτά δέν μιλάει κανείς.

Προτεραιότητα ήθους στήν πράξη - είναι η μόνη μας ελπίδα. Όχι απλώς γιά ορθολογική συνέπεια, αλλά γιά νά αναστηθούν καί πάλι άξονες ζωής σέ αυτόν τόν τόπο. Είναι ευχή καί απαίτηση.

(Από τό βιβλίο του: Εορτολογικά Παλινωδούμενα, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑ)


Πρόσωπο
      Θα τολμούσαμε να συνοψίσουμε την ορθόδοξη εκκλησιαστική ερμηνεία του «κατ εικόνα» στην εξής διατύπωση: Ο άνθρωπος προικίστηκε από τον Θεό με το χάρισμα να είναι πρόσωπο, προσωπικότητα, δηλαδή να υπάρχει με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει και ο Θεός. Αυτό που συνιστά τη θεότητα του Θεού είναι η προσωπική Του Ύπαρξη, η Τριάδα των Προσωπικών Υποστάσεων που συγκροτούν το θείο Είναι, τη θεία Φύση ή Ουσία, σε ζωή αγάπης, δηλαδή ελευθερίας από κάθε αναγκαιότητα.

     Ο Θεός είναι Θεός επειδή είναι Πρόσωπο, δηλαδή επειδή η Ύπαρξή του δεν εξαρτάται από τίποτα, ούτε και από τη Φύση ή Ουσία του. Ο ίδιος ως Πρόσωπο, δηλαδή ελεύθερα, συνιστά την Ουσία ή Φύση του, δεν είναι η Φύση ή Ουσία του που κάνει υποχρεωτική την Ύπαρξή του. Υπάρχει, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και αυτή η θέληση πραγματοποιείται ως αγάπη, ως τριαδική κοινωνία. Γι αυτό ο Θεός είναι αγάπη (1 Ιωαν. 4,16), το ίδιο το Είναι του είναι αγάπη.

     Και την ίδια αυτή δυνατότητα προσωπικής υπάρξεως αποτύπωσε ο Θεός στην ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη φύση είναι κτιστή, δεδομένη, δεν είναι η προσωπική ελευθερία του ανθρώπου που συνιστά το είναι του, που συγκροτεί την ουσία ή φύση του. Όμως αυτή η κτιστή φύση υπάρχει μόνο ως προσωπική ύπαρξη που μπορεί να υποστασιάσει τη ζωή ως αγάπη, δηλαδή ως ελευθερία από τους περιορισμούς της κτιστής του φύσης, ως ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα όπως και ο άκτιστος Θεός.

     Ακόμα πιο σχηματικά λέμε: Ο Θεός είναι μία Φύση και τρία Πρόσωπα, ο άνθρωπος μια φύση και «μύρια» πρόσωπα. Ομοούσιος και τρισυπόστατος ο Θεός, ομοούσιος και «μυριυπόστατος» ο άνθρωπος. Η διαφορά των φύσεων, η διαφορά ακτίστου και κτιστού, μπορεί να υπερβαθεί στο επίπεδο του κοινού τρόπου της υπάρξεως, του τρόπου της προσωπικής υπάρξεως κι αυτή την αλήθεια μας την αποκάλυψε η σάρκωση του Θεού, το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να πραγματοποιήσει την ύπαρξή του όπως ο Χριστός, δηλαδή ως πρόσωπο, όπως τα Πρόσωπα της τριαδικής Θεότητας, να πραγματοποιήσει τη ζωή ως αγάπη, δηλαδή ως ελευθερία και όχι ως φυσική αναγκαιότητα, επομένως ως αιωνιότητα και αφθαρσία, όπως είναι αιώνια και άφθαρτη η θεία ζωή της τριαδικής αλληλοπεριχώρησης και κοινωνίας.
 Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983.

Ψυχή                                               

      Η λέξη ψυχή είναι από τις πιο δύσκολες και στη Βίβλο και στη χριστιανική γραμματεία. Επιπλέον, προστέθηκε και μια σύγχυση στο νόημα της λέξης, γιατί οι Έλληνες τη χρησιμοποιούσαν με διαφορετική σημασία.

Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι, σχεδόν αυτονόητα, κατανοούν τη λέξη ψυχή περισσότερο με το αρχαιοελληνικό (κυρίως το πλατωνικό) και λιγότερο με το βιβλικό νόημά της: Πιστεύουν ότι, όπως υπάρχει μέσα στο σώμα του ανθρώπου το αίμα, η λέμφος, ο μυελός των οστών, έτσι υπάρχει και ένα άυλο στοιχείο, πνευματικό, ουσιαστικά διαφορετικό από τα υλικά συστατικά μας, κι αυτό ακριβώς είναι η ψυχή κάτι αερώδες και απροσδιόριστο, που όταν πεθαίνουμε βγαίνει από μέσα μας μαζί με την τελευταία πνοή και πηγαίνει «κάπου αλλού».

     Δεν είναι όμως αυτό το βιβλικό νόημα της λέξης. Οι Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ. μετέφεραν στα ελληνικά με τη λέξη ψυχή το εβραïκό nephesch που είναι ένας πολυσήμαντος όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο, συνηθέστερα όμως μέσα στη Γραφή πρόκειται για τον άνθρωπο.

Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης -το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό- αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δεν κατοικεί απλώς στο σώμα, αλλά εκφράζεται με το σώμα, που κι αυτό, όπως και η σάρκα ή η καρδία, αντιστοιχεί στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούμε τη ζωή. Ψυχή είναι ένας άνθρωπος, είναι κάποιος, γιατί αυτή συνιστά το σημείο της ζωής τόσο ως εξωτερική εκδήλωση όσο και ως εσωτερικότητα και υποκειμενικότητα. Αλλά αν η ψυχή είναι το σημείο της ζωής, δεν σημαίνει ότι είναι και η πηγή ή αιτία της ζωής, όπως πίστευαν οι Έλληνες. Είναι, περισσότερο, ο φορέας της ζωής, γι αυτό και συχνά στην Π.Δ. ταυτίζεται με την εκδήλωση της επίγειας μόνο ζωής (πεθαίνει η ψυχή, παραδίνεται στο θάνατο, αλλά και ανίσταται, όταν η ζωή επανέρχεται στο νεκρό σώμα), ενώ στην Κ.Δ. εμφανίζεται ως φορέας και της αιώνιας ζωής, γι αυτό και η σωτηρία της ψυχής ταυτίζεται με τη δυνατότητα της ζωής που δεν γνωρίζει φθορά και θάνατο.

       Οι πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας ερμηνεύοντας τη Γραφή σεβάστηκαν απόλυτα το πολυσήμαντο νόημα της λέξης ψυχή και δεν προσπάθησαν να το οριστικοποιήσουν σε μια και μόνη εκδοχή. Είδαν τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα του ανθρώπου δυο διαφοροποιημένους και συχνά αλληλοπεριχωρούμενους τρόπους με τους οποίους φανερώνεται η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Αλλά και το περιεχόμενο του «κατ εικόνα» απέφυγαν να το σχηματοποιήσουν σε συγκεκριμένο ορισμό, ζήτησαν να διαφυλάξουν από τον κίνδυνο νοητικών σχηματοποιήσεων το μυστήριο του τρόπου της θείας Υπάρξεως και την αποτύπωσή του στην ανθρώπινη ύπαρξη.

 Πολύ αργότερα, κυρίως από το μεσαίωνα και μετά, και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή Δύση, όταν η χριστιανική θεολογία άρχισε να υποκύπτει στον πειρασμό των νοητικών σχηματοποιήσεων, ερμηνεύτηκε και το «κατ εικόνα» με κατηγορίες «αντικειμενικές», ταυτίστηκε με συγκεκριμένα ιδιώματα που χαρακτηρίζουν την «πνευματική φύση» του ανθρώπου. Η γενικότερη αντίληψη για τον άνθρωπο δέχτηκε στη Δύση έντονη την επίδραση της αρχαιοελληνικής σκέψης, με υπερβολικές οπωσδήποτε απλουστεύσεις. Ο ελληνικός ορισμός του ανθρώπου ως «ζώου λόγον έχοντος» (animal rationale είπαν οι δυτικοί) ερμηνεύτηκε με το σχήμα μιας πραγματικής, αντιθετικής διαστολής ψυχής και σώματος, ύλης και πνεύματος. Ο άνθρωπος θεωρήθηκε ως καταρχήν βιολογικό όν, προικισμένο επιπλέον με ψυχή ή με ψυχή και πνεύμα.

       Μέσα στο σχήμα αυτής της αντίθεσης, το «κατ εικόνα» περιορίστηκε στο ένα από τα δύο αυτά «μέρη» της φύσης του ανθρώπου: στο πνευματικό «μέρος», δηλαδή στην ψυχή -αφού το σωματικό-υλικό «μέρος» είναι εξ ορισμού αδύνατο να εικονίζει τον άυλο και πνευματικό Θεό. Η ψυχή λοιπόν του ανθρώπου -η ατομική του καθενός ψυχή- προικίστηκε με τρία ιδιώματα που χαρακτηρίζουν και τον ίδιο τον Θεό, γι αυτό και αποτυπώνουν την εικόνα Του στον άνθρωπο. Πρόκειται για το λογικόν, το αυτεξούσιον και το αρχικόν.
Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983

Comma

Ο έρωτας δεν έχει λογική - με ποια λογική προσεύχεται ο άγιος για τα ερπετά και τους δαίμονες; Λογική έχει η θρησκεία θωρακισμένη με την πανοπλία του νόμου. Η λογική και ο νόμος είναι τα όπλα της θρησκείας, όπλα θωράκισης του εγώ.

Θρησκεία είναι ο ατομικές μεταφυσικές «πεποιθήσεις», η ατομική ηθική, η ατομική προσπάθεια εξευμενισμού το θείου. Οι πεποιθήσεις πρέπει να είναι λογικά ορθές, για να προσπορίζουν βεβαιότητα. Η ηθική συμπεριφορά να κατοχυρώνεται από το νόμο, για να εξασφαλίσει αντικειμενική υπόληψη και κύρος. Η λατρεία να προσφέρει το συναισθηματικό αποκούμπι που προϋποτίθεται για την ψυχολογική ευεξία.

Ο έρωτας αρχίζει εκεί που τελειώνουν αυτές οι ατομικές διεκδικήσεις. Όταν ο Aλλος με ενδιαφέρει περισσότερο από τη δική μου σιγουριά, τη δική μου δικαίωση, τη δική μου επιβίωση. Όταν είμαι έτοιμος να δεχθώ ακόμα και την αιώνια καταδίκη μου για χάρη του αγαπημένου ή των αγαπημένων μου. Είναι το σημείο αναγνώρισης του έρωτα, δηλαδή της Εκκλησίας: «Η υχόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οιτινές εισίν Ισραηλίται» (Ρωμ. 9,3).

Μέσα στο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας ο ερωτικός άνθρωπος σαρκώνει τον τρόπο ζωής, και ο θρησκευτικός άνθρωπος τον τρόπο του θανάτου. Μια από τις αποκαλυπτικές εικόνες της διαστολής: η αντιπαράθεση της πόρνης που πλένει με μύρα τα πόδια του Χριστού, και του θρησκευτικού περίγυρου που διαμαρτύρεται για την απώλεια του μύρου (Ματθ. 26, 6-14, Μαρκ. 14, 3-9, Λουκ. 7, 36-50). Έρως και θάνατος σε υποδειγματική αναμέτρηση.

Η μετάνοια της πόρνης είναι μια πράξη καθαρά ερωτική: Αγοράζει το πολυτιμότερο μύρο, δίχως φειδώ και μέτρο. Χύνει σπάταλα το μύρο, μαζί με τα δάκρυα της, για να πλύνει τα πόδια του Χριστού. Και λύνει ποτάμι τα μαλλιά της για να σφουγγίσει τα πόδια Του. Μπροστά σε αυτή την παραφορά του έρωτα, ο θρησκευτικός περίγυρος μετράει την πράξη με το μέτρο της ηθικής αποτελεσματικότητας : «Εις τι η απώλεια αυτή του μύρου γέγονεν; Ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι τοις πτωχοίς». Η πόρνη αγαπάει σπάταλα και απερίσκεπτα, δίχως νόμο και λογική. Ο θρησκευτικός περίγυρος μετράει τη λογική σκοπιμότητα της πράξης και το ποσοστό της ηθικής ωφελιμότητας.

Τον θρησκευτικό περίγυρο - τον άνθρωπο της μεζούρας του νόμου - δεν τον ενδιαφέρουν οι φτωχοί. Τον ενδιαφέρει η πράξη της ελεημοσύνης που θα την εισπράξει ως ατομική αξιομισθία. Ίσως και τον ίδιο τον Θεό να τον χρειάζεται μόνο σαν έσχατο ανταποδότη για την ατομική του δικαίωση. Γι' αυτό και η παραφορά της αγάπης του είναι αδιανόητη, έτσι που ξεφεύγει από τη λογική της συναλλαγής.

Η πόρνη δεν ζητάει τίποτα. Ούτε καν τη σωτηρία της. Δεν προσφέρει μετάνοια για να εισπράξει δικαίωση. Δεν αποβλέπει στη συναλλαγή. Ούτε δίνει υποσχέσεις συμμόρφωσης με το νόμο. Μόνο προσφέρει. Αυτό που έχει και αυτό που είναι. «Ο έσχεν αυτή εποίησε» (Μάρκ. 14,8). Τολμηρά, δίχως φόβο μήπως εκτεθεί ή μήπως εκθέσει. Με την παραφορά της ολοκληρωτικής αυταπάρνησης. «Ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7, 47).

Η σιωπή της ευαγγελικής πόρνης είναι η κατάλυση του νόμου, η αχρήστευση της λογικής. Είναι η σιωπή του έρωτα που μιλάει μόνο με αυτό που δίνει, δίχως να νοιάζεται για τον αντίπαλο της αντιπαροχής. Η ψυχή μας, όπως και κάθε πόρνη, δεν μπορεί να ερωτευθεί όσο είναι σαγηνεμένη από τις εφήμερες αποσπασματικές ικανοποιήσεις - τη φλυαρία της λογικής, τη σιγουριά της αμοιβής που μας παρέχει ο νόμος. Ο έρωτας αρχίζει, όταν «εξαίφνης» γίνει φανερή στον άνθρωπο η ματαιότητα της πορνικής συναλλαγής. Πως ό,τι κι αν εισπράξει το άτομο μας από τον νόμο, από τις αρετές μας, από το καλό μας όνομα, από την εκτίμηση των πολλών, τίποτε από αυτά δεν αναιρεί τον θάνατο. Και τότε μοναδική προοπτική ζωής μένει Αυτός που «ανιστά τους νεκρούς». Πρέπει να περάσεις από τον θάνατο για να φτάσεις στον έρωτα.

Ο τρόπος της ζωής, όπως οι χριστιανοί τον ψηλαφούν στο πρόσωπο του Χριστού, είναι ο τρόπος του έρωτα: Η κένωση από κάθε απαίτηση ατομικής αυθυπαρξίας, η άντληση ύπαρξης και ζωής όχι από την ατομική (και θνητή) φύση, αλλά από την προσωπική σχέση, την ελεύθερη από τους φυσικούς προκαθορισμούς. Να γίνει ο άνθρωπος ύπαρξη εκκλησιαστική, δηλαδή ερωτική - όπως ο Θεός είναι η ύπαρξη τριαδική, δηλαδή ερωτική. Να μην διεκδικεί τίποτα, να τα μοιράζεται όλα, σε μια παραφορά ερωτικής αυτοπροσφοράς.

 Η αγάπη, η ερωτική αλληλοπεριχώρηση της ζωής, είναι ο τρόπος υπάρξεως του Θεού, ο τρόπος που αθανατίζει τα πρόσωπα - τρόπος της όντως ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου