11 Ιανουαρίου 2011

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ


















ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ

Άσμα Πρώτον

Η παραμονή

"Ανέβα, Μήτρε στου βουνού κατάκορφα τη ράχη,
πάρε το μάτι ταητού και ταλαφιού το πόδι
και την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.
Κι'αν δης χιλιάδαις τον εχθρό, άλογα και πεζούρα,
με τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μη μου κόψης,
στάσου, πολέμα μοναχός. Κι'αν δης μές στο φουσάτο
να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βρυώνη,
πέτα ροβόλα, κράξε με. Σύρε με την ευχή μου".
’στραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη,
εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη,
έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβήστηκε σαν άστρο.
Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι
κ' ύστερα πέφτει κατά γης γονατιστός στην πέτρα:
"Αδέρφια, παλληκάρια μου! Ελάτε ολόγυρα μου
και γονατίσετε μ' εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του
είν' ανθοστόλιστη εκκλησιά, κι' εδώ μας παραστέκει
εκείνος που την έχτισε, για να τον προσκυνούμε".
Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιαίς, τα δέντρα,
οι βρύσαις, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι,
στέκουν βουβά ν' ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.
"Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα,
Πλάστη μου, μ'εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια
και μώλεγε να δεηθώ για κειούς που το χειμώνα
σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ'αγριοκαίρια
για να μη ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου,
να ξεψυχάει στα χείλη μου. εσπάραζε η καρδιά μου,
μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου
να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.
Ύστερα μώλεγε κρυφά να σου ζητώ τη χάρη
να μ'αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω
και να μην έρθη ο θάνατος να μ'εύρη, να με πάρη
πριν πολεμήσω ελεύθερος, για σε πριν το ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! ’κουσες την ευχή μου.
μου φύτεψες μες στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα,
έδωκες μιαν αχτίδα σου, αθέρα στο σπαθί μου
και μούπες: Τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα!
Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαίς ακόμα
και σβυώνται τ'άστρα σου για με. Για με θα σκοτειδιάση
τώμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστή το στόμα,
που εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση.
θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχιασμέν' η λύρα,
που μούταν αδερφοποιτή κι' οπού μ' εμέ στη φτέρη
αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα
και στάψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι.
Όλα τ'αφίνω με χαρά, χωρίς ν'αναστενάξω.
Και τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα
αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω.
Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα
και δε θα μείνουν άκαρπα τ'άχαρα κόκκαλα μου.
Ευλόγησε τηνε τη γη οπού θα μ'αγκαλιάση
και στοίχειωσε κάθε κλωνί από τα χώματά μου,
να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.
Θέ μου! Ξημέρωσε τηνε την αυριανή τη μέρα!
Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώ' η ζήλεια.
Θα χλημητάνε τ'άλογα, θα καίνε τον αγέρα
με τ'άγρια τα χνώτα τους γκέκικα καρυοφύλλια,
θα γένουν πάλαι τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα...
Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος,
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνη λώθρα
σ'αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος...
Κ'εμείς θα πάμε με χαρά σ'αυτόν τον καταρράχτη.
Επάνωθε μας θάσαι συ, και τα πατήματα μας
θα νάχουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη,
πώμεινε σπίθ' ακοίμητη βαθειά στα σωθικά μας.
Δυνάμωσε μας, Πλάστη μου! Για ν'ακουστή στη Δύση
πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ'ανθοβολήση
τώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα.
Ευλογημέν' η ώρα!"
Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη
κ'εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.
Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδα του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ...
Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση!
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Τα νειάτα, τη θωρειά του
τ'αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν
κρυφά το θόλο τ'ουρανού για να διαβούν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει
στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της.
Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του
χάνει με μιας την ασκημιά και την ταπεινοσύνη
ο έρμος αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,
γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα
αποκοιμιέται ο θάναρος και το περιπλοκάδι,
που πάντα κρύβεται δειλό και τ'άπλερο κορμί του
αλλού στυλόνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα
τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση
στ'ανδρειωμένο μέτωπο για ν'ακουστή πως ήταν
στη φοβερή παραμονή μια τρίχ'απ'τα μαλλιά του.
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώραις
όσο κι'αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν
ν'αποστομώσουν το θολό, τ'αγριωμένο κύμα
του χρόνου που μας έπνιξε. Μ'εκείνην την ρανίδα
πώσταξ' από τα μάτια του θα ξεπλυθή η μαυράδα,
που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.
Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,
σαν αητός μες στη φωλειά, ολάκαιρο ένα γένος
έκλωθ' εκείνην την βραδειά. Όταν προβάλ' η μέρα,
θα νάβγουν τ'αητόπουλα με τροχισμένα νύχια,
με θεριεμένα τα φτερά, ν' αρχίσουν το κυνήγι...
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσε μας όλους,
πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια
να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου